Αναιτιολόγητη χαρακτήρισε την απεργία των ιδιοκτητών ταξί ο υπουργός Μεταφορών και Δικτύων σε άρθρο του στην εφημερίδα «Έθνος της Κυριακής», λέγοντας ότι είναι σύγκρουση για την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος.
Ακολουθεί το άρθρο:
«Η απεργία των ιδιοκτητών ταξί ήταν μια αναιτιολόγητη απεργία που ουδέποτε έπρεπε να είχε ταλαιπωρήσει την ελληνική κοινωνία, όπως αποδείχθηκε από τον τρόπο που ξεκίνησε και τον τρόπο με τον οποίο ανεστάλη. Ανέδειξε όμως μια πολλαπλή σύγκρουση που υπερβαίνει το συγκεκριμένο θέμα και μας υποχρεώνει να αναμετρηθούμε με τις μεγάλες προκλήσεις που έχει μπροστά ο τόπος. Είναι ευθύνη μας να αναδείξουμε την πολιτική ουσία της σύγκρουσης αυτής:
Είναι σύγκρουση για την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος. Το πολιτικό σύστημα θα συνεχίσει να κλυδωνίζεται συθέμελα αν δεν τερματίσει οριστικά την πρακτική του μεταπολιτευτικού πολιτεύεσθαι στη βάση του «άλλα λέω, άλλα εννοώ, τελικά άλλα πράττω, άλλα ψηφίζω και άλλα εφαρμόζω». Η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού που τάσσεται υπέρ της απελευθέρωσης και της αναβάθμισης του επαγγέλματος των ταξί αυτό είναι που αξιώνει: συνέπεια λόγων και έργων, ανάκτηση της αξιοπιστίας της πολιτικής και έτσι της εμπιστοσύνης των πολιτών. Στην εμπιστοσύνη των Ελλήνων πολιτών προστίθεται βέβαια και η εμπιστοσύνη της διεθνούς κοινωνίας που και αυτή θεμελιώνεται στην αξιοπιστία.
Γι’ αυτό είναι προφανές σε όλους ότι η δήθεν κριτική για χειρισμούς, η προσχηματική προτροπή για συμβιβασμούς, η υποκριτική πίεση για λήξη της απεργίας με «αμοιβαίες υποχωρήσεις», υπέκρυπτε στην πραγματικότητα την έλλειψη πολιτικής βούλησης για απελευθέρωση. Αν είχε εκφραστεί ως τέτοια θα ήταν θεμιτή. Το ότι συγκαλύφθηκε για άλλη μια φορά σε διαδικαστικά τερτίπια και παρωχημένες αμφισημίες ανέδειξε την κρισιμότητα της μάχης για την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος.
Είναι σύγκρουση για την ανάπτυξη που υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Η απελευθέρωση των επαγγελμάτων αναδεικνύει την αντίληψη για το παραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης που υπηρετεί την κοινωνία και το δημόσιο συμφέρον. Από τη μια, έχουμε μια συντεχνιακή και «ολιγαρχική» δόμηση της οικονομίας, όπου επικρατεί η εκμετάλλευση κλαδικών ή τοπικιστικών προνομίων και τελικά η υποδούλωση της οικονομίας σε μικρά και μεγάλα συμφέροντα που παρασιτούν εις βάρος της κοινωνίας.
Από την άλλη, γεννιέται μια νέα κοινωνική πλειοψηφία για τη θεμελίωση ενός μοντέλου ανάπτυξης που στηρίζεται σε κανόνες, αναδεικνύει την ανταγωνιστικότητα, απελευθερώνει τις δημιουργικές δυνάμεις και στη θέση των παρασιτικών ολιγαρχιών τοποθετεί τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου. Αυτή η σύγκρουση για ένα νέο παραγωγικό μοντέλο που υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον εκφράζεται ανάγλυφα όταν στηρίζουν την απελευθέρωση τόσο οι δυνάμεις του τουρισμού όσο και οι εργαζόμενοι στα ταξί.
Είναι σύγκρουση για την κοινωνική δικαιοσύνη. Την ώρα της επώδυνης κρίσης η κορυφαία λειτουργία του πολιτικού συστήματος είναι η διαρκής προσπάθεια για τη δίκαιη κατανομή των βαρών στην κοινωνία και στους πολίτες. Και ταυτόχρονα η δίκαιη κατανομή των δυνατοτήτων και των ευκαιριών ώστε η έξοδος από την κρίση να γίνει με όρους δικαιοσύνης, με επιβράβευση της προσπάθειας και του μόχθου και με αλληλεγγύη στους αδύναμους.
Την ίδια στιγμή που η Βουλή των Ελλήνων αναγκάζεται για πολλοστή φορά να περικόψει το εισόδημα των εργαζομένων είναι για την κοινωνία αδιανόητο ένα μέρος του πολιτικού συστήματος να εμφανίζεται ότι δεν κόπτεται για τίποτα άλλο παρά για τη διατήρηση της αξίας της άδειας και των προνομίων μιας επαγγελματικής ομάδας.
Δεν έχουμε πιο ιερό χρέος από το να φροντίσουμε ότι την κρίση θα επωμιστούν όλοι ανάλογα με τις δυνάμεις τους, ότι θα διορθώσουμε όποιες αδικίες η πίεση της κατάστασης μας υποχρέωσε να κάνουμε και θα εξασφαλίσουμε δυνατότητες και ευκαιρίες σε όσους μοχθούν για την προσωπική και συλλογική προκοπή. Και είναι βέβαιο ότι ένα πολιτικό σύστημα που θα ταυτιστεί με την υπεράσπιση και μόνο άδικων προνομίων του παρελθόντος είναι καταδικασμένο να πάψει να εκπροσωπεί την κοινωνία.
Είναι σύγκρουση για την πρόοδο ή τη συντήρηση. Η κυβέρνησή μας, που υπηρετεί τις αξίες της προοδευτικής δημοκρατικής παράταξης, εκφράζει τη συμμαχία των δημιουργικών δυνάμεων του τόπου που αναζητούν δίκαιους και διαφανείς όρους εργασίας και επιχειρηματικότητας με τις κοινωνικές ομάδες της ανασφάλειας, αυτές που έχουν ανάγκη την αλληλεγγύη της κοινωνίας για να μην οδηγηθούν στο περιθώριο και για να εξασφαλίσουν αξιοπρεπή διαβίωση.
Στη συγκεκριμένη σύγκρουση των ταξί η συμμαχία αυτή αποτυπώνεται στις δυνάμεις του τουρισμού από τη μια, που δεν ζήτησαν την υποταγή της πολιτείας αλλά αξίωσαν να προχωρήσει την απελευθέρωση, των εργαζομένων στα ταξί, που εναγώνια αναζητούν μια ανάσα στην κακοπληρωμένη και συχνά ανασφάλιστη 12ωρη εργασία τους, αλλά και των πολιτών, που απαιτούν επιτέλους ποιοτικές υπηρεσίες, όπως συχνά τις έχουν απολαύσει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτή η συμμαχία των κοινωνικών δυνάμεων της προόδου είναι προφανές ότι βρίσκεται σε μια αδυσώπητη σύγκρουση με μια άλλη συμμαχία.
Δυνάμεων που εκμεταλλεύονται προνόμια – για τα οποία συχνά είναι η ίδια η πολιτεία υπεύθυνη – συγκροτούν μεγάλες και μικρές ολιγαρχίες εκμετάλλευσης και επιβολής των προνομίων αυτών με τη συνδρομή πολιτικών δυνάμεων που συντηρούνται από την εκπροσώπησή τους, τα υπερασπίζονται, και συντηρούν την αναπαραγωγή τους. Είναι η συμμαχία της συντήρησης που εκφράζεται στο παράδειγμα των ταξί από τους εκπροσώπους των μεγαλοϊδιοκτητών αδειών – με τους οποίους προφανώς δεν ταυτίζουμε τους πραγματικά εργαζόμενους μικροϊδιοκτήτες- και από τους εκπροσώπους ενός πολιτικού κατεστημένου της μεταπολίτευσης που επικεφαλής και αυθεντικό εκπρόσωπο του έχει πλέον αδιαμφισβήτητα τον κ. Σαμαρά.
Που έφτασε στο σημείο μπροστά στις προκλητικά έκνομες ενέργειες των ιδιοκτητών, αντί να αναγνωρίζει το αυτονόητο αγαθό της υπεράσπισης του νόμου και της πληττόμενης κοινωνίας, αντί να στηρίζει την αξιέπαινη στάση των ελεγκτικών, διοικητικών, αστυνομικών και εισαγγελικών αρχών, απαιτούσε να υποκύψει η πολιτεία επιβραβεύοντας την ανομία.
Αυτή η σύγκρουση για την αξιοπιστία, για την ανάπτυξη που υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, για την κοινωνική δικαιοσύνη και την πρόοδο της χώρας συνθέτει τη σύγκρουση για την Ελλάδα που θέλουμε, για το μέλλον του πολιτικού μας συστήματος και της ίδιας μας της πολιτείας.
Εμείς έχουμε πάρει τις αποφάσεις μας. Λέμε απελευθέρωση και εννοούμε απελευθέρωση. Με κανόνες, διαφάνεια και δικαιοσύνη. Γιατί η απελευθέρωση αυτή είναι στην πραγματικότητα απελευθέρωση από τα δεσμά που καθηλώνουν τη χώρα στο τέλμα του παρελθόντος. Θα τα σπάσουμε γιατί αυτή είναι η αξίωση της κοινωνίας και η ανάγκη της πατρίδας».