Αλλάζει η εικόνα της χώρας στο εξωτερικό
Αλλαγή τακτικής και πλεύσεις στα ξένα μέσα ενημέρωσης, σχετικά με το πώς αντιμετωπίζεται η Ελλάδα μετά από δέκα χρόνια κρίσης. Χαρακτηριστική η αναφορά σε δημοσίευμα της Handelsblatt, η οποία καταγράφει μια εντελώς διαφορετική ελληνική πραγματικότητα. «Η Ελλάδα δεν είναι διάσημη μόνο για τους τουρίστες της» αναφέρει η γερμανική εφημερίδα.
Σημειώνεται μάλιστα στο δημοσίευμα ότι μόλις πριν μερικούς μήνες οι επενδυτές πλήρωναν σημαντικά πριμ κινδύνου για να αγοράσουν τίτλους ελληνικού χρέους. Στην αρχή του 2019 η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου ήταν περίπου 4,3% και στις αρχές Οκτωβρίου το ελληνικό Δημόσιο προχώρησε σε ανανέωση της έκδοσης δεκαετούς ομολόγου, αντλώντας κεφάλαια 1,5 δις. ευρώ με επιτόκιο 1,5%.
Την περασμένη εβδομάδα η απόδοση του δεκαετούς υποχώρησε κάτω του 1,3% για πρώτη φορά και αυτή είναι η χαμηλότερη απόδοση που είχε ποτέ το ελληνικό κρατικό ομόλογο από την είσοδο της Ελλάδας στο ευρώ το 2001.
“Στο παρελθόν, όποιος ήθελε να επενδύσει σε τίτλους ελληνικού χρέους έπρεπε να έχει γερά νεύρα και μεγάλη προθυμία να πάρει ρίσκο. Αυτό έγινε προφανές στα τέλη Φεβρουαρίου του 2012 όταν θεσμικοί και ιδιώτες επενδυτές έλαβαν νέα χρεόγραφα σε αντικατάσταση των ομολόγων τους, με τη μισή αξία.
Η επόμενη μεγάλη τρομάρα ήρθε στις αρχές του 2015 με τη νίκη της ριζοσπαστικής αριστερής παράταξης του ΣΥΡΙΖΑ στις εθνικές εκλογές. Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ο εκκεντρικός του υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης οδήγησαν τη χώρα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας με τη στρατηγική αντιπαράθεσης έναντι των δανειστών.
Τότε, η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου ανέβηκε πάνω από 25%. Τώρα, οι επενδυτές ποντάρουν στην πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα. Ο επικεφαλής της συντηρητικής – φιλελεύθερης κυβέρνησης, Κυριάκος Μητσοτάκης, που έχει αναλάβει καθήκοντα από τις αρχές Ιουλίου, έχει ξεκινήσει με ένα πρόγραμμα φιλικό προς το επιχειρείν και θέλει να οδηγήσει τη χώρας σε διατηρήσιμη ανάπτυξη μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ιδιωτικοποιήσεων και μείωσης των φόρων”, αναφέρει η εφημερίδα.
Το άρθρο της Handelsblatt επισημαίνει ότι η Ελλάδα διατηρεί το υψηλότερο δημόσιο χρέος μεταξύ όλων των χωρών της ευρωζώνης (184,7% του ΑΕΠ). Ωστόσο, με τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που αποφασίστηκαν πέρυσι, το χρέος της Ελλάδας κρίνεται βιώσιμο τουλάχιστον μέχρι το 2032. Παράλληλα η χώρα, χάρη στο μαξιλάρι ρευστότητας των περίπου 34 δις. ευρώ, καλύπτει πλήρως τις χρηματοδοτικές της ανάγκες μέχρι τα τέλη του 2022.
Η προγραμματισμένη προεξόφληση των δανείων του ΔΝΤ στοχεύει επίσης στο να βελτιώσει την βιωσιμότητα του χρέους. Τα δάνεια, ύψους 2,9 δις. ευρώ σχεδιάζεται να αποπληρωθούν το 2020 και 2021 και σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών, Χρήστο Σταϊκούρα, η Αθήνα μπορεί να εξοικονομήσει περίπου 70 εκατ. ευρώ σε κόστος επιτοκίου από την προεξόφληση των δανείων αυτών.
Η γερμανική εφημερίδα κάνει εκτενή αναφορά και στον τραπεζικό τομέα. “Μέχρι το τέλος του 2021, οι ελληνικές τράπεζες θέλουν να μειώσουν τα κόκκινα δάνειά τους κατά δύο τρίτα, από σχεδόν 79 δις σε 26,5 δις. ευρώ. Αυτό θα βοηθηθεί από μία σειρά εργαλείων που έχει αναπτύξει ο Γιώργος Ζαββός, Υφυπουργός Οικονομικών αρμόδιος για τον τραπεζικό τομέα, ύστερα από στενή συνεργασία με τις τράπεζες, το ΤΧΣ, τον SSM και την Επιτροπή Ανταγωνισμού”, αναφέρει.
Το APS, το οποίο εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς είναι σύμφωνο με τους κανόνες ανταγωνισμού, ονομάστηκε από τον κ. Ζαββό “Σχέδιο Ηρακλής” και προβλέπει την τιτλοποίηση και τη μεταπώληση των επισφαλών δανείων προκειμένου να διαχωριστούν οι κίνδυνοι από τους ισολογισμούς των τραπεζών. Με τον τρόπο αυτό, θα ενισχυθεί η κεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Το κράτος θα εγγυηθεί ορισμένα από τα ομόλογα, δηλαδή τα λιγότερο ριψοκίνδυνα.
Σύμφωνα με το άρθρο της γερμανικής εφημερίδας, ακόμη και αν η Ελλάδα βρίσκεται ακόμα τρία έως τέσσερα βήματα μακριά από τον επενδυτικό βαθμό, είναι ακριβώς η ταξινόμησή της ως junk που κάνει τα ελληνικά ομόλογα τόσο ελκυστικά τώρα. Επειδή εάν οι οργανισμοί αξιολόγησης αναβαθμίσουν τη πιστοληπτική ικανότητα της χώρας στο μέλλον, οι τιμές των ομολόγων θα πρέπει να συνεχίσουν να αυξάνονται. Τότε όσοι έχουν ήδη ελληνικά ομόλογα στα χαρτοφυλάκιά τους θα κερδίσουν.
Οι ελληνικές μετοχές θα μπορούσαν επίσης να επωφεληθούν από μια καλύτερη βαθμολογία. Το 2013, ο MSCI υποβάθμισε την Ελλάδα από μια αναπτυγμένη σε μια αναδυόμενη αγορά. Το 2015, η Ελλάδα υποβαθμίστηκε από το FTSE. Οι παρατηρητές της αγοράς στην Αθήνα αναμένουν ότι το ελληνικό χρηματιστήριο θα μπορέσει να επανέλθει στο ανώτερο πρωτάθλημα μέσα στα επόμενα δύο χρόνια.