Αναστολή της επιβολής του ΦΠΑ για μια τριετία, από το 2020 μέχρι και το τέλος του 2022
Μειωμένες κατά μέσο όρο 17% αναμένεται να είναι τα νεόδμητα ακίνητα μετά την εφαρμογή της αναστολής του ΦΠΑ, αναδρομικά από το 2006, που εξήγγειλε η κυβέρνηση.
Την αναστολή της επιβολής του ΦΠΑ για μια τριετία, από το 2020 μέχρι και το τέλος του 2022, προβλέπει το κυβερνητικό σχέδιο, ωστόσο θα ισχύσει αναδρομικά από την 1-1-2006.
Στην ουσία δηλαδή, θα είναι σαν μην εφαρμόστηκε ποτέ, για τα ακίνητα για τα οποία εκδόθηκε οικοδομική άδεια μετά την 1-1-2006 και η κατασκευή τους επιβαρύνθηκε με τον ΦΠΑ αλλά ακόμη δεν πουλήθηκαν. Οι κατασκευαστές υποστηρίζουν ότι πρόκειται για περίπου 100.000 απούλητα ακίνητα, με άδειες που υπάγονται στον ΦΠΑ και δεν εύρισκαν αγοραστές.
Με την εφαρμογή του μέτρο της αναστολής ένα ακίνητο με άδεια οικοδομής μετά την 1-1-2006 το οποίο δεν μεταβιβάστηκε ακόμη, δεν θα βαρύνεται με ΦΠΑ 24% επί των αντικειμενικών τιμών τους τη στιγμή κατά την οποία θα μεταβιβαστούν για πρώτη φορά για χρήση.
Σημειώνεται ότι τον ΦΠΑ τον καταβάλει ο αγοραστής και ο εργολάβος τον συμψηφίζει με τον ΦΠΑ που πλήρωσε για την κατασκευή του ακινήτου και τη διαφορά την αποδίδει στο δημόσιο.
Για το συγκεκριμένο ακίνητο ο αγοραστής θα επιβαρυνθεί μόνο με τον φόρο μεταβίβασης ο οποίος είναι 3% επί της αντικειμενικής αξίας. Ο φόρος μεταβίβασης 3% βαρύνει τα παλαιά ακίνητα με άδειες προ του 2006 όπως και εκείνα, με άδεια μετά το 2006, τα οποία μεταβιβάζονται για δεύτερη ή τρίτη φορά.
Επίσης, η απαλλαγή από τον ΦΠΑ, θα ισχύσει και για τα ακίνητα για τα οποία η οικοδομική άδεια θα εκδοθεί μέχρι και τις 31-12- 2022. Με τον τρόπο αυτό, η κυβέρνηση επιδιώκει να γίνει ένα «μπουμ» στην έκδοση νέων οικοδομικών αδειών.
Θεωρητικά, η αναστολή του ΦΠΑ (24%) και η επιβολή του ΦΜΑ (3%) θα οδηγήσει σε μείωση των τιμών των πωλούμενων ακινήτων κατά περίπου 20%.
Παράδειγμα: Ένα διαμέρισμα η καθαρή αξία του οποίου σήμερα είναι 200.000 ευρώ, και με τον ΦΠΑ, το κόστος για τον αγοραστή διαμορφώνεται στο ποσό των 248.000 ευρώ.
Με το νέο καθεστώς, στην «καθαρή» αξία του διαμερίσματος θα προστεθεί φόρος μεταβίβασης 3% και η τελική αξία θα διαμορφωθεί σε 206.000 ευρώ.
Η νέα τελική τιμή του ακινήτου θα είναι μειωμένη κατά 42.000 ευρώ ή κατά 16,9%.
Από τη ρύθμιση δεν επηρεάζεται καθόλου η απόκτηση πρώτης κατοικίας δεδομένου ότι είχε εξαιρεθεί από τον ΦΠΑ, σε ότι αφορά στα νεόδμητα, ενώ εξαιρείται και από το ΦΜΑ για αξία μέχρι 200.000 ευρώ, για τον άγαμο, 250.000 ευρώ, για τον έγγαμο συν 25.000 ευρώ, για κάθε παιδί μέχρι τα δύο πρώτα και κατά 30.000 για το τρίτο και για κάθε επόμενο.
Δεν επιστρέφεται ο ΦΠΑ
Υπό κανονικές συνθήκες, με την εφαρμογή του μέτρου, το υπουργείο οικονομικών οφείλει να επιστρέψει στους κατασκευαστές τον ΦΠΑ που κατέβαλαν στο στάδιο της κατασκευής των οικοδομών.
Ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορίες, η νομοθετική διάταξη δεν θα προβλέπει την επιστροφή ή τον συμψηφισμό του ΦΠΑ, για δημοσιονομικούς λόγους. Ούτε βεβαίως θα επιστραφεί ο ΦΠΑ σε όσους απέκτησαν ακίνητο μετά την 1-1-2006 και επιβαρύνθηκαν με ΦΠΑ.
Ήταν νόμος του Γ. Αλογοσκούφη
Ο ΦΠΑ στην οικοδομή επιβλήθηκε από την 1-1-2006, από την τότε κυβέρνηση της ΝΔ, και τον υπουργό Οικονομικών Γιώργο Αλογοσκούφη. Στην επιχειρηματολογία του τότε υπουργού Οικονομικών ήταν μεταξύ των άλλων η άρση των στρεβλώσεων στον τομέα των κατασκευών, αλλά και η πάταξη της φοροδιαφυγής στον οικοδομικό κλάδο.
Σήμερα, ο στόχος της οικονομικής ανάκαμψης, υποσκελίζει την προσπάθεια πάταξης της φοροδιαφυγής. Ο ΦΠΑ επιβάλλονταν στις οικοδομικές άδειες που εκδίδοντας από την 1-1-2006 και μετά, αλλά η εξαγγελία του μέτρου είχε γίνει πολλούς μήνες νωρίτερα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, να εκδοθούν μαζικά οικοδομικές άδειες στο τελευταίο τετράμηνο του 2005, προκειμένου να προλάβουν το μέτρο της επιβολής του ΦΠΑ.
Στη συνέχεια ο αριθμός των οικοδομικών αδειών μπήκε σε μια πτωτική πορεία η οποία κράτησε για 11 χρόνια. Η πτώση στα αμέσως επόμενα έτη ήταν φυσιολογική λόγω του «μπουμ» του 2005, ενώ στη συνέχεια ήρθε και η κρίση και τα μνημόνια, που έδωσαν τη χαριστική βολή στην οικοδομή.
Για την ιστορία η οικοδομική δραστηριότητα ανέκαμψε μόλις το 2018.
Η κυβέρνηση προσδοκά σε ταχύτερη ανάκαμψη της οικοδομής, αλλά το πρόβλημα στην παρούσα φάση είναι η έλλειψη χρημάτων, μετά από 9 χρόνια λιτότητας και ανυπαρξίας του τραπεζικού δανεισμού.