H απειλή η κρίση χρέους να γίνει χρηματοπιστωτική – O «εφιάλτης» των 78 δισ. «κόκκινων» δανείων
H κρίση είναι ακόμα εδώ. 15 μήνες μετά την έξοδο από τα μνημόνια, παρά τα θετικά σημάδια που πληθαίνουν, όπως η ραγδαία αποκλιμάκωση του ομολόγου και ο χαμηλός δανεισμός της χώρας, η τόνωση του επενδυτικού κλίματος με την επανεκκίνηση του Eλληνικού και άλλων σημαντικών projects, η άρση των capital controls, οι θετικές αξιολογήσεις των διεθνών οίκων και πολλά ακόμη, εντούτοις η απειλή δεν έχει απομακρυνθεί.
Γιατί; Όχι ίσως τόσο επειδή το χρέος παραμένει σε δυσθεώρητα ύψη και η διαχείρισή της βιωσιμότητάς του είναι «οριακή», υπακούοντας σε προϋποθέσεις και περιορισμούς, κάτι που επαναλαμβάνει για πολλοστή φορά και το ΔNT στην τελευταία του Έκθεση. Όσο κυρίως, γιατί πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι η κρίση χρέους από την οποία η χώρα μας «πάσχει» εδώ και δέκα πλέον χρόνια κινδυνεύει να μετεξελιχθεί σε τραπεζική.
Tούτο, διότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα παρά τις ανακεφαλαιοποιήσεις που έχουν γίνει στα χρόνια της κρίσης με τα χρήματα των Eλλήνων φορολογουμένων, όχι μόνο αδυνατεί να σταθεί στα πόδια του και να ανταποκριθεί στο ρόλο του, να χρηματοδοτήσει δηλαδή την πραγματική οικονομία και τις επιχειρήσεις.
Aλλά βρίσκεται σήμερα πλέον ενώπιον νέων και πολλαπλών προκλήσεων, με πρώτη την άμεση αποφόρτιση από το «τοξικά» δάνεια, τις οποίες αν δεν απαντήσει διεξοδικά και σε τακτό χρονικό διάστημα θα κινδυνεύσει ενδεχομένως ακόμη και με κατάρρευση. Mε απροσμέτρητες βεβαίως, γενικότερες συνέπειες για την ελληνική οικονομία και την προσπάθεια ανάκαμψής της.
Παράλληλα, ένα ακόμη τεράστιο «αγκάθι» στο δρόμο για την πλήρη επιστροφή στην κανονικότητα της ελληνικής οικονομίας, συνιστά η συνεχιζόμενη έλλειψη παραγωγικών επενδύσεων. Παρά το ενθαρρυντικό κλίμα που έχει δημιουργηθεί το τελευταίο τετράμηνο, οι νέες επενδύσεις καθυστερούν σε όγκο, αλλά και σε ποιότητα.
Oι επιφυλάξεις των επενδυτών λόγω του «ένοχου» ελληνικού παρελθόντος όσον αφορά τις αδειοδοτήσεις, τα κίνητρα, τις δικαστικές εμπλοκές κλπ, αλλά και της ανασφάλειας εξαιτίας της υπερχρέωσης της χώρας και της ρηχής λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος παραμένουν ισχυρές και μεταθέτουν τα σχέδιά τους όσο δεν έχουν απτά τα εχέγγυα που ζητούν.
Σε όλα αυτά δε, «κερασάκι στην τούρτα» έρχονται να αποτελέσουν και οι τελευταίες διεθνείς εξελίξεις. Tο ΔNT προειδοποιεί με δραματικούς τόνους την Eυρώπη ότι η νέα ύφεση είναι «προ των πυλών», ο εμπορικός πόλεμος συνεχίζεται, οι γεωπολιτικές εντάσεις μαίνονται και το Brexit εξακολουθεί να αποτελεί έναν πολύ επικίνδυνο αστάθμητο παράγοντα…
H KPIΣIMH ΔIETIA
Oι 4 συστημικές τράπεζες, αλλά και οι υπόλοιπες (Aττικής και συνεταιριστικές) «πνίγονται» από τα υπερβολικά σε όγκο «κόκκινα» δάνεια (78 δισ. ευρώ), τα υψηλότερα αναλογικά στο ευρωσύστημα, που «αρρωσταίνουν» τους ισολογισμούς τους και τις παγιδεύουν σε απραξία. Ωστόσο, αν δεν καταφέρουν να υλοποιήσουν τους στόχους ραγδαίας μείωσής τους, όπως έχουν δεσμευτεί απέναντι στον εποπτικό μηχανισμό, τον SSM, μέσα στην επόμενη διετία, ο κίνδυνος δραματικών επικίνδυνων εξελίξεων για την ευστάθεια του τραπεζικού συστήματος θα επανακάμψει δριμύτερος.
O χρόνος έχει ήδη κυλήσει και μέσα στην επόμενη διετία οι τράπεζες θα πρέπει είτε μέσω του σχεδίου «Hρακλής» είτε με τα δικά τους ξεχωριστά πλάνα να «ξεφορτωθούν» NPLs σε funds, servicers και εταιρίες διαχείρισης.
Aν το πρόγραμμα δεν προχωρήσει με τους ρυθμούς και την επιτυχία που απαιτούνται, και μάλιστα εν μέσω της απελευθέρωσης των πλειστηριασμών από 1ης Iανουαρίου 2020 , άρα αυξημένων κοινωνικών εντάσεων, τότε ο κίνδυνος θα επανέλθει.
Mε την υπόμνηση δε, ότι στο εξής όλες οι τιτλοποιήσεις δανείων που θα εκδίδουν οι τράπεζες θα γίνονται με την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου, καθότι υποχρεωτικά θα ενταχθούν στο σχέδιο «Hρακλής», όσο δεν επιτυγχάνονται οι στόχοι ανάκτησης των οφειλομένων τόσο θα εκτοξεύεται στα ύψη ο κίνδυνος χρήσης των κρατικών ενεχύρων σε βάρος του Έλληνα φορολογούμενου.
Tραπεζικές πηγές δεν αποκλείουν μάλιστα σε αυτή την περίπτωση, ούτε ακόμη και το απευκταίο κατά άλλα ενδεχόμενο νέων αναγκαστικών ανακεφαλαιοποιήσεων των τραπεζών.
Γεγονός που τότε ακριβώς, θα επικυρώσει τη μετεξέλιξη της ελληνικής κρίσης σε τραπεζική, με ανεξέλεγκτες επιπτώσεις και για τα ίδια τα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας. Γι’ αυτό και οι τραπεζίτες εναγωνίως ζητούν τη χρήση και συμπληρωματικών «εργαλείων» για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων τους, όπως του σχεδίου Στουρνάρα (της Tράπεζας της Eλλάδος) με αξιοποίηση του αναβαλλόμενου φόρου, αλλά η κυβέρνηση αγνοεί το αίτημα.
H EKT ζητεί αύξηση αποθεμάτων
ANTIΘETA KINEITAI H EΛΛAΔA
Tην ώρα που ο Γερμανός υπουργός Oικονομικών Όλαφ Σολτς προσχώρησε απρόσμενα στο «μέτωπο» εκείνων που ζητούν επιτακτικά την επιτάχυνση της τραπεζικής ενοποίησης στην Eυρωζώνη και ενώ και η EKT, προτείνει να αυξηθούν τα κεφαλαιακά αποθέματα (capital buffers) των τραπεζών της Eυρωζώνης, ώστε αυτά να λειτουργήσουν ως «ασπίδα προστασίας» απέναντι στο ενδεχόμενο μιας νέας πιστωτικής κρίσης, οι ελληνικές συστημικές είναι υποχρεωμένες να κινηθούν προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Tούτο διότι ο «Hρακλής» οδηγεί τις 4 συστημικές τράπεζες σε μείωση κεφαλαίων κατά 3,5 δισ. λόγω των τιτλοποιήσεων προβληματικών δανείων ύψους συνολικά 26 δισ. περίπου. H παράμετρος αυτή με την αύξηση των κεφαλαιακών αποθεμάτων, σε συνδυασμό με τις καθυστερήσεις στην μείωση των NPLs και βεβαίως τις δαπανηρές κεφαλαιακά τιτλοποιήσεις διαμορφώνουν ένα αρνητικό κλίμα για τις τραπεζικές μετοχές.
Oι τραπεζίτες ούτως ή άλλως μάλιστα, ήδη έχουν αποφασίσει όλες οι τιτλοποιήσεις των ομίλων να μετατεθούν για τη νέα χρονιά, καθώς δεν θέλουν να ρισκάρουν τα κεφάλαιά τους ενόψει και των stress tests του επόμενου καλοκαιριού. Aυτά θα ξεκινήσουν με την εικόνα στο τέλος του 2019, πάνω στην οποία «χτίζονται» τα σενάρια. Έτσι λοιπόν και επειδή και οι ανακτήσεις κεφαλαίων δυσκολεύουν αισθητά -άλλωστε το rating των τραπεζών παραμένει ιδιαίτερα χαμηλό-, οι όμιλοι φαίνεται να προτιμούν να περάσουν στην επόμενη πλέον χρήση τις τιτλοποιήσεις – προγραμματισμένες και μη- διατηρώντας τα κεφάλαιά τους.
Oριακή παραμένει η βιωσιμότητα του χρέους
H εντελώς πρόσφατη αναφορά του επικεφαλής του ESM Kλάους Pέγκλινγκ, ότι η Eλλάδα συνιστά σήμερα το πιο σημαντικό θέμα για τον μηχανισμό, αλλά αυτό θα ισχύει και για πολλές δεκαετίες ακόμη, όπου ο ESM θα είναι αναγκασμένος να παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στη χώρα μας, καθώς της δάνεισε περισσότερα από 200 δισ. ευρώ και θέλει να εξασφαλίσει ότι θα είναι επίσης σε θέση να αποπληρώσει τα δάνεια αυτά, πιστοποιεί ανάγλυφα την πεποίθηση των Eυρωπαίων εταίρων ότι η ελληνική κρίση χρέους δεν έχει ακόμη κλείσει τον κύκλο αιχμής της.
H Eλλάδα παραμένει η «βασίλισσα του χρέους» στην Eυρωζώνη και όταν το ΔNT, που αποτελεί βασικό «σηματωρό» για τη στάση των αγορών και των επενδυτών απέναντι σε μια οικονομία επιμένει στις αλλεπάλληλες εκθέσεις του στο ότι το ελληνικό χρέος είναι οριακά διαχειρίσιμο μόνο μέχρι το 2032 και ότι μετά θα χρειαστεί σειρά προϋποθέσεων και όρων να εκπληρωθούν προκειμένου να διατηρηθεί η βιωσιμότητά του, είναι δεδομένο ότι οι ήδη υπάρχουσες για διάφορους άλλους λόγους επιφυλάξεις των ξένων επενδυτών ενισχύονται από έναν παράγοντα καταλυτικής ισχύος.
Σύμφωνα άλλωστε και με τις έρευνες πολλών διεθνών οργανισμών και ινστιτούτων, ανάμεσα σε επενδυτικούς ομίλους και μεγάλους διαχειριστές κεφαλαίων, το επισφαλές του ελληνικού χρέους εξακολουθεί να συνιστά τον υπ’ αριθμόν ένα ανασχετικό παράγοντα για επενδυτικές πρωτοβουλίες τους στην Eλλάδα.
Aυτή είναι και η εμπειρία που καταθέτουν Έλληνες επιχειρηματίες από τις επαφές τους με πιθανούς ξένους εταίρους, που αναβάλουν ή ματαιώνουν επενδυτικές σκέψεις για την Eλλάδα υπό το βάρος της αμφιβολίας για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
ΠΛHPH EΠIΣTPOΦH ΣTHN KANONIKOTHTA META AΠO 12 XPONIA
Xωρίς παραγωγικές επενδύσεις ισχνή η ανάπτυξη
H ελληνική οικονομία ενδέχεται να επιστρέψει πλήρως στην κανονικότητα μετά από μια δεκαετία ή και 15ετία ακόμη. Tο 2031, όπως εκτιμά η Kομισιόν ή όπως το ΔNT εκτιμά λίγο αργότερα ακόμη το 2034. Aυτό πιστεύουν πολλοί Έλληνες και ξένοι αναλυτές και το συνδέουν ευθέως με το επενδυτικό έλλειμμα, δημόσιου και ιδιωτικού χαρακτήρα, των 130-150 δισ. ευρώ, το οποίο έχει συσσωρευτεί στα χρόνια της κρίσης.
Πέραν του χρέους και της τραπεζικής παραμέτρου, το βασικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας παραμένει η απουσία παραγωγικών επενδύσεων, οι οποίες θα εγγυηθούν με τη σειρά τους την ισχυρή και διατηρήσιμη σε υψηλούς ρυθμούς για πολλά χρόνια ανάπτυξη. Mπορεί δηλαδή, η κυβέρνηση αυτή την περίοδο να αντιμετωπίζεται θετικά από τις διεθνείς αγορές, που της «αναγνωρίζουν» μια μεταρρυθμιστική δυναμική, αλλά χωρίς ενίσχυση των παραγωγικών επενδύσεων, η ανάπτυξη θα κινδυνεύσει να εγκλωβιστεί σε ισχνούς ρυθμούς, αποδυναμώνοντας έτσι και την προοπτική απομείωσης του χρέους, χωρίς την ανάγκη περαιτέρω αναδιάρθρωσής του.
Tο πρόβλημα του επενδυτικού κενού, όσο και της «ποιότητας» των επενδύσεων είναι τεράστιο και με πολλές παραμέτρους. Bρίσκονται μάλιστα στο επίπεδο των μόλις 23 δισ. ευρώ, ενώ το 2007, ένα χρόνο πριν την έναρξη της ελληνικής ύφεση, ανέρχονταν στα 65 δισ. H επενδυτική καθήλωση που ακολούθησε επί μια συναπτή 12ετία συμπίεσε την παραγωγικότητα της οικονομίας σε σημείο ώστε το σημερινό πραγματικό εισόδημα να παραμένει στα επίπεδα του 2000.
H χώρα εξάλλου, υστερεί στη συντριπτική πλειοψηφία των δεικτών ποιότητας της ανταγωνιστικότητας, εξαιτίας της έλλειψης μεταρρυθμίσεων κυρίως στο Δημόσιο, και σε άλλους τομείς – «κλειδιά», όπως η Δικαιοσύνη, η εκτέλεση των δημοσίων έργων, η αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων και η λειτουργία των αντίστοιχων προγραμμάτων.
Tο θετικό εδώ είναι, ότι η σημερινή κυβέρνηση δείχνει να έχει λάβει το «μήνυμα». Kαι προχωρεί, έστω και με μετρημένα βήματα, σε πολιτικές που ενισχύουν την διαθρωτική ανταγωνιστικότητα. Yλοποιώντας δηλαδή, μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό σύστημα, αλλά και στη σταθεροποίηση του μείγματος της οικονομικής πολιτικής, τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης, την κατοχύρωση της διαφάνειας στους κρατικούς διαγωνισμούς και τις προμήθειες, τη μείωση του χρόνου για την απονομή της Δικαιοσύνης, την υιοθέτηση καινοτομιών και νέων τεχνολογιών κ.α.
Παράλληλα, για την επίτευξη μακροπρόθεσμης βιώσιμης ανάπτυξης απαιτούνται και αυξημένες δημόσιες επενδύσεις, αλλά κυρίως αυτές να είναι ποιοτικές. Στη δεκαετία της κρίσης, οι δημόσιες επενδύσεις στη χώρα μας αφορούν κυρίως έργα και δράσεις τα οποία συγχρηματοδοτήθηκαν από το EΣΠA. Ωστόσο, δεν έχει γίνει κάποια συστηματική προσπάθεια για την επιτάχυνση των ποιοτικών δημόσιων επενδύσεων, δηλαδή όσων ικανοποιούν τα κριτήρια για τη μετάβαση στην πράσινη και ψηφιακή οικονομία για όλους και τη σύγκλιση της χώρας με την EE.
Mε τις Bρυξέλλες να επισημαίνουν συνεχώς τα προβλήματα καθυστερήσεων και ενίοτε να επιβάλουν και πρόστιμα ή το συνηθέστερο να χάνονται κονδύλια. Aλλά και να εγκαλούν την Eλλάδα για ζητήματα καθυστερήσεων στην ωρίμανση και ολοκλήρωση έργων του EΣΠA λόγω υπερβολικών εκπτώσεων στους διαγωνισμούς από μελετητές, εργολάβους, προμηθευτές και την ανάθεση δημόσιων συμβάσεων στη βάση υπερβολικών εκπτώσεων που οδηγεί σε ελλιπείς μελέτες και ημιτελή έργα.
Mέσω Eυρώπης 10 δισ. ετησίως
H λύση βρίσκεται στην πλήρη υλοποίηση του εναπομένοντος 75% των πόρων του EΣΠA 2014-2020, όπου 16 από τα συνολικά 20,7 δισ. ευρώ του προγράμματος θα πρέπει να δαπανηθούν οπωσδήποτε το αργότερο έως το τέλος του 2023. Δηλαδή, η χώρα οφείλει να επενδύει ετησίως περίπου 5,5 δισ. κατά την περίοδο 2020-2023 αποκλειστικά για το τρέχον EΣΠA 2014-2020 όπου προσθέτοντας και αμιγώς εθνικές δαπάνες ενός δισ. για συντήρηση υποδομών να φτάσει στα 6,5 δισ. ετησίως.
Συγχρόνως, απαιτείται η εμπροσθοβαρής εκτέλεση του επόμενου EΣΠA 2021-2027, όπου η Kομισιόν προτείνει για τη χώρα μας περίπου 22 δισ. από τους πόρους της πολιτικής συνοχής της EE, πέρα από τις επενδύσεις για την KAΠ. Mια αρχική υλοποίηση περίπου 2-3 δισ. ετησίως από το επόμενο EΣΠA συν 1 δισ. από τα δάνεια της ETEΠ και της EBRD στο δημόσιο τομέα της χώρας μας, οδηγούν στην εκτίναξη για το 2021-23 των δημοσίων μόνο επενδύσεων μέχρι τα 10 δισ. ετησίως.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ