«Με την επαναγορά κρατικών ομολόγων η ΕΚΤ κινείται με μεγάλη προσοχή»; Είναι το ερώτημα που θέτει σε τίτλο της η εφημερίδα «Μοντ».
Στο εν λόγω δημοσίευμα γίνεται λόγος για τις παρεμβάσεις της ΕΚΤ στις αγορές, που ξεκίνησαν το Μάιο του 2010, προκειμένου να στηρίξει την Ελλάδα, σημειώνει η συντάκτρια, αντισταθμίζουν την απουσία αγοραστών ομολόγων και επαναφέρουν τα επιτόκια δανεισμού των κρατών σε «διαχειρίσιμα» επίπεδα.
Ωστόσο, ορισμένοι οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν ότι με τον τρόπο αυτό κινδυνεύει η ΕΚΤ να μετατραπεί σε μια «κακή τράπεζα», που θα διαθέτει «τοξικά» ομόλογα.
Εξετάζοντας την περίπτωση χρεοκοπίας ενός από τα κράτη των οποίων η ΕΚΤ έχει έως σήμερα επαναγοράσει ομόλογα, δηλαδή της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας, υπογραμμίζεται ο ρόλος που έχουν να παίξουν τα άλλα κράτη-μέλη.
Από τη δική της πλευρά, η ΕΚΤ διαβεβαιώνει ότι τα ενδιαφερόμενα κράτη έχουν λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να εξυγιάνουν την οικονομική τους κατάσταση και σύμφωνα με τον επικεφαλής του οργανισμού δεν τίθεται ζήτημα διεύρυνσης αυτής της λειτουργίας στο διηνεκές.
Ο στόχος της ΕΚΤ
Στην ουσία, ο κύριος στόχος της ΕΚΤ είναι να λάβει τη σκυτάλη το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (EFSF) το συντομότερο δυνατό, επισημαίνεται.
Ωστόσο, η ενεργοποίησή του EFSF εξαρτάται από την ψήφο των εθνικών κοινοβουλίων, η οποία δεν αναμένεται να λάβει χώρα, στις περισσότερες των περιπτώσεων, πριν από το Σεπτέμβριο, καταλήγει το ρεπορτάζ.
Η «Μοντ» επισημαίνει ιδιαίτερα το γεγονός ότι «η Γερμανία δυσανασχετεί για τη μεταρρύθμιση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας».
Αναφέρει ότι κατά τη συνάντησή τους στις 7 Αυγούστου, προκειμένου να ζητήσουν από την ΕΚΤ να προχωρήσει στην επαναγορά ιταλικών και ισπανικών κρατικών ομολόγων, ο Γάλλος πρόεδρος και η Γερμανίδα καγκελάριος δεν φάνηκε να έχουν την ίδια άποψη σχετικά με το μέλλον του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας (EFSF).
Υπογραμμίζεται η δήλωση του εκπροσώπου Τύπου της γερμανικής κυβέρνησης, διευκρινίζοντας ότι “αποφασίστηκε να παραμείνει ως έχει το EFSF” και ότι δεν τίθεται ζήτημα ενίσχυσης των οικονομικών δυνατοτήτων που του έχουν χορηγηθεί.