Η Συρία διευκόλυνε τις επιθέσεις κατά των σκανδιναβικών πρεσβειών στη Δαμασκό που σημειώθηκαν στις αρχές του 2006 κατά τη διάρκεια των βίαιων διαδηλώσεων κατά των σκίτσων του Μωάμεθ, σύμφωνα με αμερικανικό διπλωματικό τηλεγράφημα που διέρρευσε από τον ιστότοπο WikiLeaks και δημοσιεύθηκε από τη νορβηγική εφημερίδα Aftenposten.
Ο σύρος πρωθυπουργός Μοχαμάντ Νάτζι Οτρι λίγες ημέρες πριν τις ταραχές “είχε δώσει την εντολή” στον Μεγάλο Μουφτή της Συρίας να διατάξει τους ιμάμηδες να χρησιμοποιήσουν “πολύ σκληρές λέξεις” στα κηρύγματά τους της προσευχής της Παρασκευής, σύμφωνα με το τηλεγράφημα.
Οι πληροφορίες της αμερικανικής διπλωματίας προέρχονται “από τη σουνιτική προσωπικότητα με την μεγαλύτερη επιρροή στη Δαμασκό”, το όνομα της οποίας έχει σβηστεί στο κείμενο που δημοσιεύθηκε από την Aftenposten.
Σύμφωνα με αυτόν τον θρησκευτικό ηγέτη, τον οποίο επικαλείται η αμερικανική πρεσβεία, “η κυβέρνηση της Συρίας έδωσε άδεια να συνεχιστούν για μεγάλο χρονικό διάστημα οι ταραχές και όταν πλέον πίστεψε ότι ‘πέρασε το μήνυμα’, κινητοποίηθηκε για να τις σταματήσει απειλώντας ότι θα χρησιμοποιήσει βία”.
Το μήνυμα της Δαμασκού προς τη Δύση, πάντα σύμφωνα με τον θρησκευτικό ηγέτη, ήταν: “Ορίστε τί θα συνέβαινε αν επιτρέπαμε να υπάρξει πραγματική δημοκρατία (στη χώρα) και αφήναμε τους ισλαμιστές να αποφασίζουν”.
Στις 4 Φεβρουαρίου 2006 η πρσβεία της Δανίας στη Δαμασκό, στο κτίριο της οποίας στεγάζονταν οι αντιπροσωπείες της Σουηδίας και της Χιλής καθώς και η νορβηγική πρεσβεία, πυρπολήθηκε από διαδηλωτές οι οποίοι διαμαρτύρονταν για τη δημοσίευση 12 σκίτσων του Μωάμεθ από εφημερίδα της Δανίας.
Η Δανία είχε ανακαλέσει τον πρεσβευτή της στη Δαμασκό για να διαμαρτυρηθεί για την ελλιπή προστασία που είχαν προσφέρει οι αρχές της Συρίας.
Η εφημερίδα Aftenposten, που δημοσίευσε αυτό το αμερικανικό διπλωματικό τηλεγράφημα στον ιστότοπό της, έλαβε το Δεκέμβριο με άγνωστο τρόπο και τα 250.000 τηλεγραφήματα που έχει στη διάθεσή του ο WikiLeaks, χωρίς να έχει κάνει κάποια συμφωνία με τον ιστότοπο, όπως τα πέντε έντυπα (New York Times, Guardian, Le Monde, El Pais, Der Spiegel) που δημοσιεύουν τα διπλωματικά έγγραφα που έχουν διαρρεύσει.