Τα στοιχεία του 3ου τριμήνου του 2019 για το ελληνικό ΑΕΠ καταδεικνύουν ότι η οικονομική δραστηριότητα έχει αναπτύξει ισχυρότερη από την αρχικά εκτιμώμενη δυναμική, βασιζόμενη κυρίως στον τουρισμό και τις εξαγωγές αγαθών, σημειώνει η Εθνική Τράπεζα σε ανάλυσή της.
Κομβική ήταν η συνεισφορά του τουριστικού τομέα, που εκτιμάται ότι συνετέλεσε στην αύξηση των εξαγωγών υπηρεσιών κατά 14,5% ετησίως το 3ο τρίμηνο (σταθερές τιμές, που αντιστοιχεί σε συνεισφορά 2,2 ποσοστιαίων μονάδων στην αύξηση του ΑΕΠ την ίδια περίοδο), υπερβαίνοντας κατά πολύ τις αρχικά συγκρατημένες προσδοκίες.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Δ/νσης Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ, η ετήσια αύξηση της παραγόμενης προστιθέμενης αξίας του υπο-κλάδου «διαμονής και μεταφορών» – που έχει άμεση συσχέτιση με την τουριστική δραστηριότητα – επεξηγεί σχεδόν εξ΄ ολοκλήρου την αύξηση της προστιθέμενης αξίας από τον ευρύτερο κλάδο «διαμονής, εμπορίου και μεταφορών» τόσο το 3ο τρίμηνο όσο και το 9μηνο του 2019.
Η συνεχιζόμενη ενίσχυση της παραγόμενης προστιθέμενης αξίας που σχετίζεται με την τουριστική δραστηριότητα αποτυπώνει, επίσης, την αυξανόμενη ποιότητα των ελληνικών τουριστικών υπηρεσιών. Η ανωτέρω τάση, θα μπορούσε να είναι ακόμα εντονότερη εάν παράλληλα δε συνοδευόταν από μια παρατεταμένη περίοδο αδυναμίας της ζήτησης κατοίκων για τουριστικές υπηρεσίες, που αντισταθμίζει μερικώς τη δυναμική της προστιθέμενης αξίας που απορρέει από τον εισερχόμενο από το εξωτερικό τουρισμό.
Οι ανωτέρω τάσεις υποδηλώνουν ότι η συνδρομή του εισερχόμενου τουρισμού στις μακροοικονομικές επιδόσεις έχει ενισχυθεί περαιτέρω, με έμμεσες θετικές επιδράσεις να διαχέονται σε ένα αυξανόμενο εύρος τομέων της οικονομικής δραστηριότητας.
Οι ελληνικές εμπορευματικές εξαγωγές επέδειξαν αξιοσημείωτη αντοχή
Αξιοσημείωτη ήταν, επίσης, και η αύξηση στις εξαγωγές αγαθών κατά 6,2% ετησίως το 3ο τρίμηνο του 2019 από 1,9% ετησίως το 1ο εξάμηνο, γεγονός που αναδεικνύει τόσο την ανθεκτικότητα της εξαγωγικής στρατηγικής των ανταγωνιστικών επιχειρήσεων όσο και τη σχετικά χαμηλή εισοδηματική ελαστικότητα των ελληνικών εξαγωγών σε μια περίοδο διεθνούς επιβράδυνσης. Αξίζει να τονισθεί ότι άνω του 70% των ελληνικών εμπορευματικών εξαγωγών (συμπεριλαμβανομένων των καυσίμων) αφορά πρώτες ύλες και βασικά προϊόντα με σχετικά χαμηλό βαθμό επεξεργασίας και σχετικά χαμηλή ελαστικότητα στις κυκλικές διακυμάνσεις του εισοδήματος και της ζήτησης. Αντιθέτως, εξαγωγικές κατηγορίες με υψηλή ελαστικότητα στις οικονομικές συνθήκες, όπως αγαθά πολυτελείας, έντασης τεχνολογίας ή/και πολύ υψηλής προστιθέμενης αξίας, αντιστοιχούν σε μικρό ποσοστό των ελληνικών εξαγωγών, γεγονός που επεξηγεί τη σχετικά μικρή βραχυπρόθεσμη μεταβλητότητα των ελληνικών εξαγωγών.
Η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις ανακάμπτουν σταδιακά
Σε αυτό το πλαίσιο, η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου εμφάνισαν ήπιες αυξήσεις 0,2% και 2,0% ετησίως συνεισφέροντας 0,2 ποσοστιαίες μονάδες, έκαστη, στο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ το 3ο τρίμηνο του 2019. Οι εν λόγω επιδόσεις των βασικών συστατικών της εγχώριας ζήτησης – αν και βελτιωμένες σε σύγκριση με το 2ο τρίμηνο του 2019 – συνεχίζουν να υστερούν συγκριτικά με τις τάσεις που αποτυπώθηκαν νωρίτερα στους πρόδρομους δείκτες για την αντίστοιχη περίοδο, υποδηλώνοντας μια πολύ σταδιακή αντίδραση της πραγματικής δαπάνης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών στις βελτιούμενες μακροοικονομικές τάσεις.
Αναμφισβήτητα, οι επιχειρηματικές επενδύσεις παραμένουν συγκρατημένες, λόγω της αυξημένης αβεβαιότητας στη διεθνή οικονομία και της ασταθούς ανάκαμψης της συνολικής εταιρικής κερδοφορίας. Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται στην αναιμική μεταβολή του ακαθάριστου λειτουργικού πλεονάσματος και του μεικτού εισοδήματος, το οποίο προσεγγίζει τη συνολική ακαθάριστη λειτουργική κερδοφορία των επιχειρήσεων στην οικονομία. Η εν λόγω κατηγορία των εθνικών λογαριασμών εμφάνισε οριακή συρρίκνωση κατά 0,3% ετησίως το 3ο τρίμηνο και ήπια αύξηση 0,5% ετησίως το 9μηνο του 2019 (τρέχουσες τιμές) – καταδεικνύοντας ότι η βελτιούμενη κερδοφορία των υγειών επιχειρήσεων συνεχίζει να αντισταθμίζεται από το σημαντικό ακόμη ποσοστό ζημιογόνων επιχειρήσεων.
Οι κατασκευές κατοικιών συνέχισαν να αποτελούν την κατηγορία με τη συνεπέστερη θετική τάση, σημειώνοντας αύξηση για 7ο συνεχόμενο τρίμηνο και επιβεβαιώνοντας την εν εξελίξει ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων συνολικά. Η τάση αυτή ενισχύεται και από την επιταχυνόμενη ανατίμηση των εμπορικών και οικιστικών ακινήτων. Συγκεκριμένα, οι τιμές κατοικιών αυξήθηκαν κατά 9,1% ετησίως το 3ο τρίμηνο του 2019 – υψηλό 13 ετών – και κατά 7,4% στο 9μηνο, με τις τιμές στην περιοχή της Αθήνας να αυξάνονται κατά 11,9% το 3ο τρίμηνο.
Η σωρευτική αύξηση των τιμών κατοικιών από το χαμηλότερο τους σημείο το 3ο τρίμηνο του 2017 ανέρχεται σε 11,6%, υποστηρίζοντας την επιτάχυνση των σχετικών επενδύσεων σε κατασκευές. Προς την ίδια κατεύθυνση συντείνουν και σχετικά μέτρα που περιλαμβάνονται στον Κρατικό Προϋπολογισμό για το 2020 όπως η αναστολή ΦΠΑ στις κατασκευές με εκδοθείσα οικοδομική άδεια μετά την 1/1/2006 και τα φορολογικά κίνητρα για επισκευές και ανακαινίσεις κτιρίων.
Ετήσια ανάπτυξη άνω του 2,0% στο σύνολο του 2019
Με το μέσο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ στο 9μηνο να διαμορφώνεται ήδη στο 2,2% ετησίως και τις τάσεις στους πρόδρομους δείκτες και τους δείκτες συγκυρίας να εμφανίζουν ενίσχυση το διάστημα Οκτωβρίου-Νοεμβρίου 2019, αυξάνεται σημαντικά το ενδεχόμενο ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης να υπερβεί το 2% στο σύνολο του έτους. Σε αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των μέτρων δημοσιονομικής στήριξης και η ροή των δαπανών του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων αναμένεται να στηρίξουν πολύ περισσότερο την οικονομική δραστηριότητα στο 4ο τρίμηνο του 2019 – με τις προγραμματιζόμενες εκταμιεύσεις να αντιστοιχούν στο 7,8% του τριμηνιαίου ΑΕΠ.
Όσον αφορά το 2020, η εκκίνηση αναμένεται να γίνει από πολύ πιο ευνοϊκή αφετηρία, καθώς η «αυτόματη» μετακύλιση (positive carry) από την κεκτημένη αύξηση του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2019 αναμένεται να προσθέσει τουλάχιστον 0,5 ποσοστιαίες μονάδες στην ετήσια αύξηση του ΑΕΠ το 2020. Σχεδόν μία ακόμη ποσοστιαία μονάδα θα μπορούσε να προστεθεί από τη δημοσιονομική ώθηση των νέων μέτρων στήριξης για το 2020, υποθέτοντας μικρή βελτίωση των συνθηκών στην ευρωπαϊκή οικονομία, διατήρηση του εγχώριου οικονομικού κλίματος στα επίπεδα του 2ου εξαμήνου του 2019 και διατήρηση της θετικής τάσης στις συνθήκες ρευστότητας.