Ανασύνθεση του μείγματος της οικονομικής μεγέθυνσης στην Ελλάδα αναμένεται στα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με το εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων της Alpha Bank.
Η συμβολή των καθαρών εξαγωγών και της ιδιωτικής κατανάλωσης θα διατηρηθεί μεν σε θετικό έδαφος, αλλά παράλληλα αναμένεται ότι θα υπάρξει αξιοσημείωτη ισχυροποίηση της επενδυτικής δραστηριότητας, η οποία δύναται να λειτουργήσει υποστηρικτικά αφενός στη δημιουργία θέσεων εργασίας και αφετέρου στην αύξηση της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας σε κλάδους που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες.
Οι τρεις καθοριστικοί παράγοντες
Σύμφωνα με την Alpha Bank, παράγοντες καθοριστικής σημασίας για την ανωτέρω εξέλιξη είναι οι εξής:
– Πρώτον, η βελτίωση της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών μέσω της εξυγίανσης των ισολογισμών τους και η αύξηση της ροπής προς αποταμίευση, ώστε να ενισχυθεί περαιτέρω η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων.
– Δεύτερον, η προσέλκυση περισσότερων Άμεσων Ξένων Επενδύσεων, γεγονός που ενισχύεται από τη θεαματική βελτίωση του αξιόχρεου της χώρας και την άνοδο των δεικτών επιχειρηματικού κλίματος.
– Τρίτον, η αναβάθμιση της επιχειρηματικότητας, τόσο της καθιερωμένης, δηλαδή εκείνης που κατάφερε να επιβιώσει κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, όσο και της νεοφυούς, τα χαρακτηριστικά της οποίας επιχειρούμε να αναλύσουμε στις επόμενες παραγράφους.
Το πιο σημαντικό στοιχείο για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας στη χώρα μας είναι η διαμόρφωση αφενός του επιχειρηματικού και αφετέρου του κοινωνικού περιβάλλοντος που να την ευνοεί.
Απαιτούνται αρκετές παρεμβάσεις για την άνοδο της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας
Αναφορικά με το πρώτο, η βελτίωση των περισσοτέρων υποδεικτών του δείκτη «Ease of Doing Business», κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων προσαρμογής, αποτυπώνει ουσιαστικά και τη βελτίωση στις συνθήκες έναρξης επιχειρηματικής δραστηριότητας στη χώρα μας, ενώ ο νέος αναπτυξιακός νόμος, σύμφωνα με μελέτη της ΤτΕ που συμπεριλαμβάνεται στην ενδιάμεση έκθεση της Νομισματικής Πολιτικής που δημοσιεύθηκε την προηγούμενη εβδομάδα, προσδίδει ευελιξία στον προσδιορισμό του κόστους εργασίας των επιχειρήσεων, αυξάνει την παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής και ενισχύει τον ανταγωνισμό στην αγορά προϊόντων.
Παρά ταύτα, αρκετές παρεμβάσεις απαιτούνται ακόμη για την άνοδο της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας και τη μείωση των κινδύνων που σχετίζονται με την επιχειρηματική δράση, όπως ο περιορισμός του χρόνου απονομής δικαιοσύνης, αποτελεσματικής εκτέλεσης συμβάσεων και επίλυσης διενέξεων.
Όσον αφορά στο κοινωνικό περιβάλλον έναντι της επιχειρηματικότητας, φαίνεται ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα στη φάση ανάκαμψης που διανύει πλέον η ελληνική οικονομία. Καθώς η αντίληψη που έχει η κοινωνία απέναντι στην επιχειρηματικότητα βελτιώνεται, μπορεί να επηρεάσει ευνοϊκά τις αποφάσεις των ατόμων για ανάληψη νέων επιχειρηματικών εγχειρημάτων.
Ένας Σύνθετος Δείκτης Κοινωνικής Αποδοχής της Επιχειρηματικότητας, ο οποίος έχει προκύψει ως ο αστάθμητος μέσος όρος των θετικών απαντήσεων (δείγμα πληθυσμού 18-64 ετών), σε τρία ερωτήματα της «Ετήσιας έρευνας επιχειρηματικότητας 2018-2019» που δημοσίευσε πρόσφατα το ΙΟΒΕ, στο πλαίσιο συμμετοχής του στο διεθνές ερευνητικό πρόγραμμα Global Entrepreneurship Monitor (GEM): (α) αν η επιχειρηματικότητα αντιμετωπίζεται από την ελληνική κοινωνία ως μια καλή επιλογή σταδιοδρομίας, (β) αν η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει τους επιχειρηματίες με σεβασμό και (γ) αν τα ΜΜΕ της χώρας παρουσιάζουν συχνά επιτυχημένες ιστορίες επιχειρηματιών και επιχειρηματικότητας.
Όπως παρατηρείται, ο σύνθετος δείκτης είχε διαμορφωθεί στο ανώτατο σημείο το 2008 με τη μεγαλύτερη αύξηση της περιόδου εκείνης να καταγράφεται στο πεδίο της προβολής της επιχειρηματικότητας από τα ΜΜΕ, καθώς το ποσοστό του πληθυσμού που απάντησε θετικά στην εν λόγω ερώτηση ανήλθε σε 55,4% το 2008, έναντι 39,5% το 2003. Παράλληλα, οι θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν στον ιδιωτικό τομέα, κατά το ίδιο διάστημα, ήταν συνολικά 93 χιλ., σημειώνοντας αύξηση της τάξης του 3%.
Από το 2009, ο δείκτης επιχειρηματικής αποδοχής σημείωσε πτώση, φθάνοντας σταδιακά στο χαμηλότερο επίπεδο της περιόδου, το 2013 (89,3 μονάδες). Το ποσοστό του πληθυσμού που θεωρούσε την επιχειρηματικότητα ως καλή επιλογή σταδιοδρομίας διαμορφώθηκε σε 60,1%, από 75,4% το 2008, ενώ ο δείκτης «κοινωνική καταξίωση και σεβασμός στους επιτυχημένους επιχειρηματίες», μειώθηκε στο 65,1% το 2013, από 77,7% το 2008.
Υστερεί η προβολή της ελληνικής επιχειρηματικότητας στα ΜΜΕ
Οι θέσεις εργασίας του ιδιωτικού τομέα μειώθηκαν δραματικά την πενταετία 2008-2013, κατά 947 χιλ., ενώ το 2013 ήταν το έτος που καταγράφηκε το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας της περιόδου 2003-2018 (27,5% κατά μέσο όρο). Τέλος, την πενταετία 2013 – 2018, ο δείκτης επιχειρηματικής αποδοχής ανέκαμψε, υπερβαίνοντας το 2018 το επίπεδο των 100 μονάδων, δηλαδή την επίδοση του 2003. Επιπλέον, ο ιδιωτικός τομέας ανέκτησε το 1/4 των θέσεων εργασίας που είχε απωλέσει την προηγούμενη πενταετία, καθώς η απασχόληση αυξήθηκε κατά 230 χιλ. εργαζόμενους.
Παρά την οριακή αλλά σταθερή βελτίωση που καταγράφει η κοινωνική καταξίωση και ο σεβασμός προς τους επιτυχημένους επιχειρηματίες στην Ελλάδα, η προβολή της επιχειρηματικότητας στα ΜΜΕ υστερεί συγκριτικά με άλλες ομοειδείς χώρες καθώς περίπου οι μισοί ερωτηθέντες απάντησαν θετικά (50,2%), ενώ το μέσο ποσοστό της ομάδας ομοειδών χωρών διαμορφώθηκε σε 60,6%.
Δεδομένης της βελτίωσης του επιχειρηματικού και κοινωνικού περιβάλλοντος, τι είναι αυτό που μπορεί να επηρεάζει την ανάληψη επιχειρηματικών πρωτοβουλιών; Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθούν ορισμένα ευρήματα της έρευνας ΙΟΒΕ-GEM σε ό,τι αφορά τους προσωπικούς παράγοντες που επηρεάζουν την επιχειρηματικότητα αρχικών σταδίων. Παρά το γεγονός ότι υπάρχει εμπιστοσύνη στην ποιότητα του ανθρώπινου επιχειρηματικού κεφαλαίου, η πολυετής ύφεση έχει αφήσει ένα ισχυρό αρνητικό αποτύπωμα στην ψυχολογία όσων ενδιαφέρονται να εμπλακούν στην επιχειρηματική δράση.
Όπως επισημαίνει η Alpha Bank, αν και το 46,4% των ερωτηθέντων απάντησε το 2018 ότι διαθέτει τις απαραίτητες γνώσεις, την εμπειρία και την ικανότητα να ξεκινήσει μία νέα επιχείρηση, έναντι μόλις 38,3% στη Γερμανία, το 68,5% δήλωσε ότι ο φόβος της αποτυχίας θα μπορούσε να αποτρέψει ένα νέο επιχειρηματικό εγχείρημα. Το ποσοστό αυτό, ήταν το μεγαλύτερο που σημειώθηκε σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες που περιλαμβάνονται στην έρευνα, ενώ ο μέσος όρος της ομάδας ομοειδών χωρών ανήλθε σε 40,4%.
Η δυναμική της νεοφυούς επιχειρηματικότητας
Επίσης, ένα σημαντικό ερώτημα είναι το κατά πόσο ενισχύεται η δυναμική της νεοφυούς επιχειρηματικότητας στο υπό διαμόρφωση περιβάλλον. Σε ό,τι αφορά τον κλαδικό προσανατολισμό της επιχειρηματικότητας αρχικών σταδίων, ένα στα τέσσερα επιχειρηματικά εγχειρήματα, αφορούσαν το 2018 στη μεταποιητική δραστηριότητα. Το γεγονός αυτό συνάδει με την ανοδική πορεία του κλάδου της μεταποίησης τα τελευταία χρόνια, η οποία αντανακλάται τόσο στο δείκτη μεταποιητικής παραγωγής (+2.3%, τους πρώτους δέκα μήνες του 2019), όσο και στο δείκτη προσδοκιών, των Υπευθύνων Προμηθειών του κλάδου (PMI: 54,1 μονάδες το Νοέμβριο 2019). Το εν λόγω ποσοστό είναι το υψηλότερο, τόσο σε σύγκριση με της υπόλοιπες χώρες που απεικονίζονται στο γράφημα, όσο και με το μέσο όρο της ομάδας των ομοειδών χωρών.
Επιπλέον, συγκριτικά υψηλό ποσοστό εγχειρημάτων σημειώθηκε το 2018 στον πρωτογενή τομέα. Το εν λόγω ποσοστό μάλιστα έχει σχεδόν διπλασιαστεί από το 2017 (4,0%), ενώ είναι το δεύτερο μεγαλύτερο μεταξύ των χωρών που απεικονίζονται στο γράφημα, μετά την Ιταλία, χώρα με σημαντική αγροτική παραγωγή.
Η πλειοψηφία των νέων εγχειρημάτων σχετίζεται με προϊόντα και υπηρεσίες που απευθύνονται στον τελικό καταναλωτή. Το 2018 το ποσοστό αυτό ήταν το υψηλότερο που παρατηρήθηκε μεταξύ των επιλεγμένων χωρών και ανήλθε σε 54,7%. Από το γεγονός αυτό συμπεραίνεται, ότι το εμπόριο και ειδικότερα το λιανικό αποτελεί το επίκεντρο ενδιαφέροντος των νέων και εν δυνάμει επιχειρηματιών, πιθανότατα διότι απαιτεί συγκριτικά μικρότερου ύψους κεφαλαιουχικές επενδύσεις.
Τέλος, οι νέες επιχειρήσεις ή τα νέα επιχειρηματικά σχέδια υπό υλοποίηση, που αφορούν την παροχή υπηρεσιών προς άλλες επιχειρήσεις, αποτελούν μόλις το 12,5% του συνόλου.