Με την συμφωνία της 21ης Ιουλίου του τρέχοντος έτους της Χώρας μας, είχε εξασφαλισθεί η δανειοδότηση μας από τον νεοσύστατο Μηχανισμό Στήριξης, με χαμηλό επιτόκιο και η εξόφληση τους χρέους μας σε βάθος χρόνου 40 ετών και διάφορα αλλά πλεονεκτήματα που είναι γνωστά και δεν απαιτείται να αναφερθούν την στιγμή αυτή.
Όμως η Φιλανδία έσπευσε να ζητήσει και εγγυήσεις προκειμένου να δώσει τα χρήματα που της αναλογούν στον Μηχανισμό Στήριξης, για να εξυπηρετηθούν οι δανειακές ανάγκες της Χώρας μας.
Η Ελλάδα δυστυχώς έκανε το λάθος να συζητήσει το αίτημα αυτό της Φιλανδίας, με αποτέλεσμα να ανοίξει η όρεξη και σε άλλες Χώρες όπως η Αυστρία, η Ολλανδία, ή Σλοβενία και Σλοβακία και να ζητούν και εκείνες εγγυήσεις.
Το τι θα είναι αυτές οι εγγυήσεις δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε την στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές.
Η άποψη μας όμως είναι ότι οι εγγυήσεις που θα αξιωθούν, δεν θα μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά εμπράγματες, δηλαδή επί διαφόρων ακινήτων.
Εμείς κατ’ αρχάς έχουμε την άποψη ότι θα πρέπει να κρατήσουμε πάση θυσία, το δικαίωμα να επιλέξουμε ποια ακίνητα θα είναι εκτός συναλλαγής, ώστε να διατηρήσουμε τα φιλέτα που μπορούμε να αξιοποιήσουμε οι ίδιοι.
Διότι κατά τα άλλα αν θελήσουν οι δανειστές μας να υποθηκεύσουν κάποια ακίνητα, αυτά είτε ανταποκριθούμε είτε δεν ανταποκριθούμε στις υποχρεώσεις μας, προς τους δανειστές μας, δεν μπορούν να τα μεταφέρουν στον τόπο τους, αλλά θα παραμείνουν στην Ελλάδα μας.
Από την άλλη πλευρά όταν κάποια ακίνητα θα δοθούν σαν «εγγύηση» για χρήση για ορισμένα χρόνια, στους δανειστές μας, ίσως προκληθεί το ενδιαφέρον τους να τα αξιοποιήσουν οι ίδιοι και να μας δημιουργήσουν πυρήνες ανάπτυξης.
Το θέμα των ζητούμενων εγγυήσεων ίσως δεν είναι κάτι που θα πρέπει να μην το απορρίψουμε « a priori», με μοναδικό κριτήριο την αποφυγή του πολιτικού κόστους.
Επιβάλλεται να δούμε το θέμα των «εγγυήσεων» που μας ζητούν κάποιοι από τους δανειστές μας, με γνώμονα και το πώς θα μπορέσουμε να επωφεληθούμε και εμείς αναπτυξιακά.