Τεράστια καταγράφονται τα περιθώρια ανάπτυξης των υδατοκαλλιεργειών στη χώρα μας, με τον κλάδο να κερδίζει ολοένα και μεγαλύτερο έδαφος διεθνώς, όπως επισήμανε η υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Φωτεινή Αραμπατζή, στη διάρκεια ομιλίας της σε σχετική εκδήλωση που διοργανώθηκε στο πλαίσιο της 28ης Agrotica και στην οποία απηύθυνε χαιρετισμό ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας. Η ημερίδα είχε θέμα: “Η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια, βασικός πυλώνας ανάπτυξης”.
“Η κυβέρνηση αποκαθιστά την εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία και καθιστά τη χώρα “πιο ευεπίφορη σε επενδύσεις”, ισχυροποιώντας ταυτόχρονα την εικόνα της Ελλάδας διεθνώς”, υπογράμμισε στο χαιρετισμό του ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας. Μεταξύ άλλων, χαρακτήρισε ευκαιρία για τον κλάδο των υδατοκαλλιεργειών το γεγονός πως κινείται σε σχετικά χαμηλότερα επίπεδα ανάπτυξης σε σχέση με την Τουρκία και κάλεσε τους Έλληνες ιχθυοπαραγωγούς να επεκταθούν και σε νέα προϊόνταν πέραν από την τσιπούρα και το λαβράκι.
Κατά την ομιλία της η κ. Αραμπατζή επισήμανε ότι σύμφωνα με τα στοιχεία, η ζήτηση για ελληνικά ψάρια αυξάνεται διαρκώς με την Ελλάδα να παράγει συνολικά το 30% της διεθνούς παραγωγής τσιπούρας και λαβρακίου και το 60% σε επίπεδο Ε.Ε, ενώ όπως διευκρίνισε οι υδατοκαλλιέργειες αναπτύσσονται σε δέκα από τις 13 Περιφέρειες της χώρας.
Όπως επισήμανε η ίδια, η Ελλάδα είναι δεύτερη στην ΕΕ ως προς τον όγκο και την αξία της παραγωγής από υδατοκαλλιέργειες και τόνισε ότι οι ετήσιες ποσότητες φτάνουν σε 110-120.000 τόνους, με το το 80% να εξάγεται.
Υπογραμμίζοντας τον κρίσιμο ρόλο που διαδραματίζει ο κλάδος των υδατοκαλλιεργειών τόσο με την συμβολή του στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, όσο και στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, η κ. Αραμπατζή αναφέρθηκε και στον σχεδιασμό του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Όπως διευκρίνισε, άμεση προτεραιότητα είναι η επιτάχυνση του ειδικού χωροταξικού σχεδιασμού για τις υδατοκαλλιέργειες, η εκπόνηση μίας ολιστικής στρατηγικής για τις υδατοκαλλιέργειες, φέρνοντας όλα τα συναρμόδια υπουργεία στο ίδιο τραπέζι, και η βελτίωση και απλοποίηση του θεσμικού πλαισίου ίδρυσης επιχειρήσεων υδατοκαλλιεργειών.
Καταλήγοντας, η κ. Αραμπατζή δήλωσε πως έχει την πεποίθηση ότι στον σύγχρονο κόσμο το μικρό ψάρι δεν κινδυνεύει από το μεγάλο, αλλά αντίθετα “το γρήγορο ψάρι τρώει το αργό και εμείς θέλουμε να είμαστε μαζί σας το γρήγορο ψάρι”.
Σε σημείο καμπής, δήλωσε ότι βρίσκεται ο κλάδος των υδατοκαλλιεργειών ο πρόεδρος της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ), Απόστολος Τουραλιάς, σημειώνοντας ότι με τις πρόσφατες επιχειρηματικές εξελίξεις, ξεκαθαρίζει το τοπίο και οι επιχειρήσεις μπορούν να επικεντρωθούν στην ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους.
Όπως είπε χαρακτηριστικά, “στοίχημα για τον κλάδο των ελληνικών υδατοκαλλιεργειών, είναι η τοποθέτηση των προϊόντων του με το σήμα Fish from Greece, ένα σήμα που αποτελεί την κοινή υπογραφή όλων των μελών του ΕΛΟΠΥ, το νέο ιδιωτικό σήμα πιστοποίησης που πρέπει να περάσει στη συνείδηση του καταναλωτή και να ταυτιστεί με την υψηλή ποιότητα των προϊόντων της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας”.
Μεταξύ άλλων, ο ίδιος αναφέρθηκε στη “συστηματική προσπάθεια της τουρκικής ιχθυοκαλλιέργειας να αυξήσει τα μερίδιά της σε βάρος της ελληνικής, με χαμηλές τιμές και επιδοτήσεις και αθέμιτο ανταγωνισμό, που αφορά ειδικά την αγορά της Ιταλίας”.
Η Ελλάδα πρέπει να μπορέσει να επιτύχει ετήσια αύξηση του κλάδου κατά 4%, φθάνοντας στους 185.000 τόνους ως το 2030, προϊόντος αξίας περί τα 900 εκατ. ευρώ, επισήμανε από την πλευρά του ο γενικός διευθυντής του ΕΛΟΠΥ, Γιάννης Πελεκανάκης.
Αναφερόμενος στην Τουρκία, ο ίδιος επισήμανε ότι με πολύ μικρότερες θαλάσσιες εκτάσεις, μέσα σε λίγα χρόνια κατάφερε με την πολιτική που ακολουθεί, να παράγει παραπάνω από ότι όλες μαζί οι ευρωπαϊκές χώρες που ασχολούνται με την ιχθυοκαλλιέργεια.
Βάσει στοιχείων του 2018 η Ελλάδα παράγει 117.000 τόνους τσιπούρας και λαβρακιού. Οι ποσότητες αυτές παράχθηκαν από 66 επιχειρήσεις που λειτουργούν 320 μονάδες, στις οποίες και απασχολούνται 4.000 άτομα άμεσα και 6.000 έμμεσα. Οι πωλήσεις του κλάδου ανέρχονται σε 550 εκατ. ευρώ, οι εξαγωγές γίνονται σε 32 χώρες και είναι αξίας 450 εκατ. ευρώ. Σε εξέλιξη βρίσκονται, δε, παραγωγικές επενδύσεις 96 εκατ. ευρώ.