Πιο αισιόδοξη για τους ρυθμούς επενδύσεων και ανάπτυξης στην ελληνική οικονομία εμφανίζεται η Τράπεζα της Ελλάδος. Ωστόσο υπογραμμίζει ότι οι εσωτερικές προκλήσεις και οι εξωτερικοί κίνδυνοι επιμένουν και θέτει μία ουσιαστική προϋπόθεση για πραγματική αλλαγή σελίδας: τη μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα, που στα υφιστάμενα επίπεδα φαίνετια να λειτουργεί ως τροχοπέδη.
Οι χαμηλότεροι δημοσιονομικοί στόχοι θα επιτρέψουν περαιτέρω μείωση της φορολογίας και ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων. Κάτι τέτοιο, σε συνδυασμό με την επιτάχυνση και διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα έχει ευνοϊκές επιδράσεις στο δυνητικό προϊόν και στη μακροχρόνια βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, όπως υπογράμμισε ο κεντρικός τραπεζίτης, Γιάννης Στουρνάρας.
Παρουσιάζοντας στην επιτροπή Οικονομικών Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής την έκθεση της ΤτΕ ο κ. Στουρνάρας τάχθηκε υπέρ της μείωσης των πλεονασμάτων από το 2021. Σημείωσε δε πως η μεταρρυθμιστική ατζέντα της κυβέρνησης είναι στη σωστή κατεύθυνση, αλλά ζήτησε ακόμη ταχύτερους ρυθμούς, όπως και παράλληλη μείωση της γραφειοκρατίας και επιτάχυνση της απονομής της Δικαιοσύνης.
Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για το 2019 εκτιμάται ότι ήταν 2,2%, ενώ προβλέπεται ότι θα επιταχυνθεί σε 2,5% τόσο για το 2020 όσο και για το 2021. Η συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης αναμένεται θετική καθ’ όλη την περίοδο της πρόβλεψη. Τα νοικοκυριά αναμένεται να χρησιμοποιήσουν μέρος της αύξησης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος για την αποπληρωμή χρεών, ενώ παράλληλα θα αυξηθεί και η αποταμίευση, όπως εξήγησε.
Σημείωσε επίσης ότι οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα ενισχυθούν σημαντικά φέτος και το 2021. Στην αύξηση των επενδύσεων αναμένεται να συμβάλουν η εμπέδωση της εμπιστοσύνης των επενδυτών, η σταδιακή αποκατάσταση της ρευστότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η αύξηση της δημόσιας επενδυτικής δαπάνης, η επίσπευση των μεγάλων επενδυτικών σχεδίων (fast track) και των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) καθώς και η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και η επιτάχυνση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων.
«Η κυβέρνηση έχει πραγματοποιήσει ένα δυναμικό ξεκίνημα και έχει υιοθετήσει και εφαρμόζει ένα ευρύ πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και οικονομικών πολιτικών, πολύ πιο φιλόδοξο από το πρόγραμμα που έχει συμφωνηθεί με τους θεσμούς, εστιάζοντας στην επανεκκίνηση εγκεκριμένων εμβληματικών επενδυτικών έργων, στην επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, στην προσέλκυση επενδύσεων, στην αναμόρφωση της δημόσιας διοίκησης και στη μείωση της φορολογίας. Η μεταρρυθμιστική προσπάθεια ήδη αποδίδει καρπούς, καθώς έχει οδηγήσει στην αποκλιμάκωση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων και έχει γίνει δεκτή με θετικά σχόλια από τους διεθνείς επενδυτές και τους Ευρωπαίους εταίρους» ανέφερε, για να προσθέσει: «Η αποφασιστική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και η επιτάχυνση της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα ενισχύσουν περαιτέρω την εμπιστοσύνη των επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και θα συμβάλουν στην αναβάθμιση του αξιόχρεου του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα. Επίσης, θα αυξήσουν την παραγωγικότητα και μέσω αυτής την ανταγωνιστικότητα και το μακροχρόνιο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, αντισταθμίζοντας έτσι τις επιπτώσεις των δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων στο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης».