Επενδύουν στον ελληνικό ήλιο δεκάδες γερμανικές επιχειρήσεις.
Μάλιστα ενδιαφέρονται για ηλιακά πάρκα στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον εκτελεστικό διευθυντή της BSW -της ομοσπονδίας γερμανικών εταιρειών ηλιακής ενέργειας- Γιοργκ Μάγερ.
Ο κ. Μάγερ, σε συνέντευξη που παραχώρησε σε ελληνική εφημερίδα μιλά για ελληνογερμανική σύμπραξη με στόχο τη δημιουργία νέας τράπεζας, η οποία θα χρηματοδοτήσει την κατασκευή μεγάλων ηλιακών πάρκων στην Ελλάδα.
Η τράπεζα, με αναπτυξιακό χαρακτήρα, θα χορηγεί δάνεια με χαμηλό επιτόκιο για μεγάλα έργα στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Μάλιστα, η BSW –η οποία εκπροσωπεί περισσότερες από 800 ενεργειακές επιχειρήσεις- θα ασκήσει πιέσεις στην γερμανική κυβέρνηση για τη συμμετοχής της κρατικής τράπεζας KFW.
Ο κ. Μάγερ σημειώνει ότι δεκάδες Γερμανοί επενδυτές ενδιαφέρονται έντονα για συμμετοχή στην κατασκευή ηλιακών πάρκων στην Ελλάδα.
«Τα υψηλά επίπεδα ηλιακής ακτινοβολίας στην Ελλάδα προσφέρουν εξαιρετικές προοπτικές ανάπτυξης, σε συνδυασμό με το καινούριο πρόγραμμα επιδοτήσεων της ηλιακής ενέργειας, που μοιάζει πολύ με το αντίστοιχο γερμανικό», αναφέρει.
Σύμφωνα με τον ίδιο, την ανάπτυξη της ηλιακής ενέργειας στη χώρα μας εμποδίζει η δυσκολία των ελληνικών τραπεζών να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις για μεγάλα ηλιακά πάρκα, ενώ, και οι υπηρεσίες που αναλαμβάνουν τα γραφειοκρατικά ζητήματα θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές και να λειτουργούν με διαφάνεια.
«Αν λυθούν αυτά τα ζητήματα, η Ελλάδα μπορεί να αποκτήσει μια εγκατεστημένη ισχύ ηλιακής ενέργειας της τάξεως των 6 GW μέχρι το 2020, καλύπτοντας το 12% της ενεργειακής ζήτησης της χώρας», καταλήγει ο κ. Μάγερ.
Όπως σημειώνει, προτεραιότητα θα πρέπει να είναι ο εκσυγχρονισμός του ελληνικού δικτύου ηλεκτροδότησης, καθώς θα είναι απαραίτητος για την απορρόφηση της ενέργειας που θα παράγουν τα μεγάλα ηλιακά πάρκα.
Εκτιμά ότι οποιοδήποτε γερμανική επένδυση στον ελληνικό ήλιο θα αποδειχθεί κερδοφόρα και για τις δύο χώρες: Η Γερμανία μπορεί να εξάγει ηλιακή τεχνογνωσία και τεχνολογία, ενώ, στην Ελλάδα, τα μεγάλα ηλιακά πάρκα θα δώσουν ώθηση στην εθνική οικονομία, περιορίζοντας –εκτός των άλλων- τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων.