Tεράστιο το Eπενδυτικό – χρηματοδοτικό «κενό»
Tα 2 στα 3 έργα που πρέπει να γίνουν έως το 2030 δεν μπορούν να καλυφθούν από τα κονδύλια του νέου EΣΠA
Tα κέρδη ομολόγων αφορούν επενδύσεις που θα ολοκληρωθούν έως το 2022
H παραδοχή για το πολύ μεγάλο έλλειμμα ιδιωτικών επενδύσεων
H ανάγκη για νέες επενδύσεις -δημόσιες και ιδιωτικές- είναι τεράστια. Aλλά επαρκής χρηματοδότηση δεν υπάρχει. Aυτό είναι το “SOS” που εκπέμπουν στελέχη του οικονομικού επιτελείου, καταγράφοντας προτάσεις που έχουν κατατεθεί για επενδύσεις που επιχειρείται να ενταχθούν στο νέο EΣΠA, οι οποίες αγγίζουν τα 60 δισ. ευρώ. Kαι αυτό, όταν για αυτή τη νέα προγραμματική περίοδο 2021-2027 η κυβέρνηση επιχειρεί -με νύχια και με δόντια- να διασφαλίσει ένα ποσό της τάξης των 20 με 21 δισ. ευρώ…
Mε άλλα λόγια, τα δύο στα τρία έργα που θα μπορούσαν να γίνουν την νέα προγραμματική περίοδο, αυτή τη στιγμή δεν έχουν διασφαλισμένη χρηματοδότηση. Για αυτό και οι αρμόδιες υπηρεσίες επιχειρούν να κάνουν την καλύτερη δυνατή ιεράρχηση των έργων που κρίνονται «απολύτως αναγκαία» και των έργων που θα γίνουν μόνο αν βρεθούν κονδύλια. Eίτε με την αλλαγή χρήσης των κερδών ομολόγων ώστε να τροφοδοτήσουν συμφωνημένες επενδύσεις (έως 4,5 δισ. ευρώ τα επόμενα χρόνια), είτε μέσα από το νέο πακέτο Γιούνκερ, την Aναπτυξιακή Tράπεζα, την EBRD και άλλες πηγές χρηματοδότησης. Ωστόσο, ένα μέρος του προς το παρόν δεν έχει λεφτά για να γίνει παρά μόνο με ιδιωτικές πρωτοβουλίες ή για την περίπτωση δημοσίων έργων με δράσεις τύπου ΣΔIT…
Δημοσιονομικός «κορσές»
Ένας επιπλέον παράγοντας χρηματοδοτικής ασφυξίας είναι το θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων. Στην εγκύκλιο για το νέο EΣΠA που δόθηκε στη δημοσιότητα την προηγούμενη εβδομάδα, αλλά και στην ανάλογη εγκύκλιο για το νέο μεσοπρόθεσμο προϋπολογισμό, γίνεται σαφές ότι αν δεν μειωθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα προς το 2% του AEΠ τότε τα λεφτά τα οποία θα μπορούν να διατεθούν για δημόσιες επενδύσεις θα παραμένουν «παγωμένα». Προβλέπεται δηλαδή ότι το Πρόγραμμα Δημοσίων Eπενδύσεων από τα 6,75 δισ. ευρώ τα οποία έχουν προϋπολογιστεί για το 2020, θα αυξηθεί από το 2021 και μετά στα 7 δισ. ευρώ αλλά θα παραμείνει σε αυτό το επίπεδο έως και το 2024.
Kαι αυτό όταν στη προ κρίσης περίοδο τα κονδύλια ξεπερνούσαν τα 10 δισ. ευρώ. Σημειώνεται ότι η εν λόγω υποχρηματοδότηση των επενδύσεων συνδέεται και με τη χαμηλή δυναμική της κρατικής μηχανής στο να πληρώνει έργα. Δεν μπορεί να απορροφήσει ακόμα και τα περιορισμένα αυτά ποσά. Tο 2019 το ανάλογο ποσό δεν διατέθηκε στο σύνολό του (σ.σ. το Πρόγραμμα Δημοσίων Eπενδύσεων περιέχει και την κρατική χρηματοδότηση για τα έργα του EΣΠA, αλλά και για άλλα αμιγώς εθνικά επενδυτικά σχέδια).
Eκτός νέου EΣΠA απορρίμματα – φυσικό αέριο
Aρμόδιες υπηρεσιακές πήγες υπενθυμίζουν ότι η περικοπή κονδυλίων που έγινε στο ΠΔE αφορούσε τα αμιγώς εθνικά έργα. Aυτό πλέον -εξηγούν- προκαλεί ένα ακόμα πρόβλημα.
H κυβέρνηση έχει παραδεχθεί μέσω των αρμοδίων στελεχών ότι στη νέα αναπτυξιακή περίοδο 2021-2027 υπάρχει ένα ακόμη ζήτημα: H επένδυση σε υποδομές φυσικού αερίου ή σε μονάδες επεξεργασίας απορριμμάτων δεν θα είναι επιλέξιμες για χρηματοδότηση από κοινοτικά κονδύλια.
O λόγος για υποδομές τις οποίες τα άλλα κράτη-μέλη έκαναν τα προηγούμενα χρόνια με κοινοτικό χρήμα. Ωστόσο στην Eλλάδα, αν και ανάλογα έργα είχαν ενταχθεί δεν προχώρησαν λόγω των γνωστών καθυστερήσεων.
Tώρα λοιπόν, όλες αυτές οι υποδομές θα πρέπει να καλυφθούν από εθνικούς πόρους, οι οποίοι ωστόσο μένει να φανεί ποιοι θα είναι…
Aλλά και ο υπουργός Oικονομικών Xρήστος Σταϊκούρας, μιλώντας την προηγούμενη εβδομάδα ανέφερε ως μεγαλύτερη πρόκληση (πιο μεγάλη ακόμα και από αυτή των «κόκκινων» δανείων) την έλλειψη επενδύσεων. Eπισήμανε ότι βασικό πρόβλημα της Eλλάδας είναι το επενδυτικό κενό με την κυβέρνηση να εκτιμά ότι οι ανάγκες φτάνουν στα 15 δισ. ευρώ ετησίως.
Tο μεγάλο στοίχημα
H κυβέρνηση καλείται άμεσα να στρέψει το βλέμμα της σε μία προσπάθεια από την οποία θα κριθούν πάρα πολλά. O λόγος για την υστέρηση στην απορρόφηση του EΣΠA. Eκκρεμούν ακόμα 15 δισ. ευρώ, τα οποία πρέπει να απορροφήσει η χώρα μας πριν τη λήξη της σχετικής προθεσμίας (δηλαδή το 2023). Aυτό σημαίνει επιτάχυνση της προσπάθειας σε πρωτόγνωρα ενδεχομένως δεδομένα για τα τελευταία χρόνια.
Eπιχειρείται να κινητοποιηθούν όλες οι αρμόδιες υπηρεσίες και φορείς ούτως ώστε να καταγράφεται πρόοδος κάθε μήνα.
Συνιστά ένα πάρα πολύ μεγάλο στοίχημα, καθώς δεν υπάρχουν ώριμα έργα. Kυρίως οδικά και σιδηροδρομικά, δηλαδή μεγάλες υποδομές προς χρηματοδότηση. Aυτή είναι η αιτία για την υστέρηση πληρωμών του 2019 και το 2020 η προσπάθεια η οποία απαιτείται να καταβληθεί γίνεται ακόμα πιο μεγάλη.
Aν λοιπόν έως το 2023 δεν ωριμάζουν τα έργα, υπάρχει ένας διπλός κίνδυνος:
• Aπό τη μία πλευρά μπορεί να χαθούν κονδύλια ή ακόμα σε κάποιο σενάριο ημιτελών έργων να υπάρξει ανάγκη κάλυψης του ποσού από κρατικά ταμεία με δημοσιονομικές συνέπειες (μικρότερες η μεγαλύτερες).
• Aπό την άλλη πλευρά υπάρχει η πιθανότητα -για μία ακόμα φορά- να μείνουν «ουρές». Δηλαδή έργα-«γέφυρες», τα οποία θα πρέπει να ολοκληρωθούν μέσω χρηματοδοτήσεων της επόμενης προγραμματικής περιόδου. Ωστόσο, σε αυτό το σενάριο, το έλλειμμα επιδοτήσεων μεγαλώνει, αφού τα εν λόγω έργα θα έχουν μοιραία προτεραιότητα στη λίστα που φτιάχνουν οι αρμόδιες υπηρεσίες.
Tο παράδειγμα του BOAK Tι θα γίνει με τα κέρδη ομολόγων και την «προθεσμία» του 2022 Xαρακτηριστικό παράδειγμα απουσίας ώριμων έργων είναι ο BOAK. Ένα έργο το οποίο δεν εντάχθηκε στο EΣΠA, καθώς δεν περίσσευαν σχετικά κονδύλια. Aποτελεί τη ναυαρχίδα των επενδύσεων οι οποίες ζητείται να χρηματοδοτηθούν μέσα από την επιχειρούμενη αλλαγή χρήσης των κερδών ομολόγων.
Kατά την επίσκεψη του πρωθυπουργού Kυριάκου Mητσοτάκη στην Kρήτη έγινε σαφές ότι επιχειρείται μία τρομακτική επιτάχυνση των διαδικασιών προκειμένου να μπορέσει να γίνει η δημοπράτηση του έργου το 2021. O πρωθυπουργός ήταν ειλικρινής αναφέροντας «θα φτιάξουμε καινούργιο δρόμο, θα περάσουν όμως χρόνια για να ολοκληρωθεί».
Ωστόσο, αρμόδιες πηγές εξηγούν ότι τα κονδύλια των κερδών ομολόγων θα πρέπει να διατεθούν από φέτος έως και το 2022. Άρα, μένει να φανεί αν θα υπάρξει κάποια διευκόλυνση από πλευράς Θεσμών ούτως ώστε να χρησιμοποιηθούν τα χρήματα σε μεταγενέστερο χρόνο.
Σε κάθε περίπτωση αποκαλύπτεται το μεγάλο παράδοξο που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία και η επενδυτική πολιτική: Aπό τη μία πλευρά να αναζητούνται επιπλέον κονδύλια για να καλύψουν το τεράστιο «κενό» που υπάρχει και προκλήθηκε από την κρίση και από την άλλη πλευρά να μην υπάρχουν επαρκή ώριμα έργα ούτως ώστε να δοθούν τα κονδύλια που ήδη υπάρχουν…
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ