Στις Βρυξέλλες μετέβη χθες Δευτέρα ο Τούρκος πρόεδρος με σκοπό να διαπραγματευτεί με την ηγεσία της ΕΕ την αναθεώρηση της ευρωτουρκικής συμφωνίας του 2016.
Είχε προηγηθεί η σαφής δήλωση της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, με την οποία –μεταξύ άλλων– ζητάει από την Τουρκία να απομακρύνει και τους μετανάστες από τον Έβρο.
Πριν το δείπνο με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και την πρόεδρο της Κομισιόν, μάλιστα, ο Ταγίπ Ερντογάν είχε ενημερωθεί και για τη δήλωση της Άγκελα Μέρκελ.
Η μέχρι πρότινος προκλητικά ουδέτερη καγκελάριος χαρακτήρισε «απαράδεκτη» τη συμπεριφορά της Τουρκίας στο μεταναστευτικό. Μέσω αυτής της δήλωσης επιχείρησε να επανακτήσει την αξιοπιστία της και να δώσει ένα πολιτικό «δώρο» στον Έλληνα πρωθυπουργό.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως δεν κάνει ό,τι μπορεί για να επαναφέρει στη ζωή την συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας του 2016. Εξάλλου, μαζί με τον χαρακτηρισμό «απαράδεκτη», η καγκελάριος φρόντισε να απονείμει εύσημα στην Τουρκία για τη φιλοξενία 3,5 εκατομμυρίων προσφύγων.
Από τη σκηνή δεν έλειψε και ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ που υπενθύμισε πως η Άγκυρα είναι ένας σημαντικός σύμμαχος, ο οποίος συμβάλλει στην κοινή ασφάλεια.
Η αρχική επικριτική δήλωση, όμως, καθόρισε τον τόνο της επίσκεψης Ερντογάν. Κι αυτό επειδή ξεκαθάρισε στον Τούρκο πρόεδρο ότι μπορεί να ξεκινά η επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας για το μεταναστευτικό, αλλά αυτή τη φορά δεν έχει στρωθεί κόκκινο χαλί για εκείνον. Η προσπάθειά του να πλημμυρίσει την Ευρώπη με μετανάστες και ταυτόχρονα να την σύρει στο χάος της Συρίας, επικαλούμενος ανθρωπιστική κρίση, έχουν προκαλέσει δυσφορία στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες παρ’ ότι κανείς δεν θέλει να κόψει τις γέφυρες με την Άγκυρα.
Ο Ταγίπ Ερντογάν ήθελε να φύγει από τις Βρυξέλλες, έχοντας στα χέρια του μία συγκεκριμένη δέσμευση, τουλάχιστον για οικονομική βοήθεια. Οι συνομιλητές του, όμως, δεν του την έδωσαν, παρ’ ότι του άφησαν ορθάνοικτη αυτή την προοπτική. Γι’ αυτό και ο Τούρκος πρόεδρος αρνήθηκε να παραστεί στην κοινή συνέντευξη Τύπου, προτιμώντας μία «δραματική» αποχώρηση. Τα συνηθίζει, εξάλλου, κάτι τέτοια!
Ουσιαστικά, στη συνάντηση των Βρυξελλών συμφωνήθηκε η έναρξη διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο μίας μικρής επιτροπής, στην οποία θα προεδρεύουν ο αρμόδιος για την εξωτερική πολιτική της ΕΕ Ζόζεπ Μπορέλ και ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου.
Ήταν, εξάλλου, αναμενόμενο η πρώτη αυτή συνάντηση να μην αποφέρει άμεσο αποτέλεσμα, αλλά να αποτελέσει την πρώτη αναγνωριστική επαφή μεταξύ των δύο πλευρών, με το ανατολίτικο παζάρι να ακολουθεί.
Στη συνέντευξη Τύπου ο Σαρλ Μισέλ δήλωσε πως σημειώθηκε «ένα καλό σημείο εκκίνησης για την επανέναρξη των συνομιλιών, αλλά δεν υπήρξε καμία συμφωνία».
Σε ερώτηση για το αν ο Ερντογάν δεσμεύτηκε να σταματήσει τις ροές προσφύγων και μεταναστών προς τα σύνορα, ο Μισέλ απάντησε ότι η ευρωπαϊκή πλευρά επέμεινε ότι πρέπει να το κάνει. Με τον τρόπο αυτό είπε εμμέσως ότι συνομιλητής του ή αρνήθηκε ή τουλάχιστον απέφυγε να δεσμευτεί.
Πρόκειται για έναν εκ των όρων που είχε με δήλωσή της θέσει πριν τη συνάντηση η πρόεδρος της Κομισιόν.
«Η εξεύρεση λύσης στην κατάσταση θα απαιτήσει ανακούφιση της πίεσης στα σύνορα». Λίγο αργότερα, η φον ντερ Λαιεν παραδέχτηκε ότι υπήρξαν διαφωνίες, ωστόσο οι δύο πλευρές επιδόθηκαν «σε έναν καλό και εποικοδομητικό διάλογο».
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι μάλλον δεν θα σταματήσει η πίεση που ασκεί η Άγκυρα στον Έβρο. Ούτε θα αμβλυνθεί η γενικότερη προκλητική στάση της Τουρκίας. Είναι, μάλιστα, πιθανό να ενταθεί κατά τη διάρκεια της επικείμενης ευρωτουρκικής διαπραγμάτευσης.
Ο Ταγίπ Ερντογάν έχει ανάγκη από μία νίκη και αυτή συμπυκνώνεται στην απόσπαση περισσότερων ευρωπαϊκών κονδυλίων και μάλιστα στην άμεση εκταμίευσή τους, χωρίς βέβαια τη μεσολάβηση ΜΚΟ.
Ως εκ τούτου, αναμένεται να «δείξει ακόμα περισσότερα τα δόντια του», στην προσπάθειά του να πιέσει για να αποκομίσει ό,τι περισσότερο μπορεί. Η Ελλάδα είναι που θα δεχτεί την τουρκική πίεση.