Οι προτάσεις για παρεμβάσεις μετά την κρίση για ανάκαμψη σύμφωνα με την έκθεση της ΤτΕ
Το βασικό σενάριο από τις επιπτώσεις του κορωνοϊού στην οικονομία παρουσίασε η Τράπεζα της Ελλάδος, μέσα από την έκθεση της, με τον Διοικητή της Τράπεζας, Γιάννη Στουρνάρα να κάνει… δυσοίωνες προβλέψεις για τις οικονομικές εξελίξεις.
Ο κ. Στουρνάρας διατυπώνει το πιο απαισιόδοξο σενάριο που ωστόσο με βάσει τους οικονομικούς δείκτες παγκοσμίως συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες, κι αυτό είναι η πρόβλεψη της μηδενικής ανάπτυξης για φέτος, λόγω κορωνοϊού.
«Οι επιπτώσεις του κορωνοϊού, προς το παρόν, δεν μπορούν να ποσοτικοποιηθούν με ακρίβεια, ενώ το βασικό σενάριο δείχνει μηδενικό ρυθμό του ΑΕΠ , αντί 2,4% που ήταν η πιο πρόσφατη πρόβλεψη», σημειώνεται στην έκθεση χαρακτηριστικά, ως μια σημαντική παραδοχή για τις εξελίξεις στη χώρα μας..
Όπως αναφέρεται στην έκθεση η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι θα υπάρξει σημαντική αρνητική επίπτωση στην οικονομία τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2020, η οποία θα αντισταθμιστεί μερικώς τα δύο τελευταία τρίμηνα.
Όπως διευκρινίζει ο κεντρικός τραπεζίτης η προσαρμογή του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα ( δεν ισχύει το 3,5%), σε χαμηλότερα επίπεδα, συνεπάγεται οφέλη, αρκεί, όπως προειδοποιεί, να μην είναι τέτοια η μείωση που να ανατρέπει τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
Χάνεται το πλεόνασμα
Για το 2020, μέχρι προσφάτως η πρόβλεψη ήταν ότι θα επιτευχθεί ο δημοσιονομικός στόχος, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής ενός αναπτυξιακού και δημοσιονομικά ουδέτερου μίγματος πολιτικής με κύρια χαρακτηριστικά την ελάφρυνση του φορολογικού βάρους και την ενίσχυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Όμως, η εξάπλωση της πανδημίας του κορωνοϊού αφενός δημιουργεί νέες υψηλές δαπάνες για την αντιμετώπιση της νόσου, τη στήριξη των επιχειρήσεων και τη διαφύλαξη της απασχόλησης και αφετέρου έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης και, κατά συνέπεια, στα κρατικά έσοδα.
Με αυτά τα δεδομένα, το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να διαμορφωθεί αρκετές ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ κάτω από τον αρχικό στόχο 3,5% του ΑΕΠ, αν και αυτή τη στιγμή είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλεφθεί με ακρίβεια. Λόγω όμως της ευελιξίας που ενσωματώνεται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης για έκτακτες συνθήκες, η διαμόρφωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος σε χαμηλότερα επίπεδα δεν μπορεί να θεωρηθεί σε καμία περίπτωση ως παραβίαση του στόχου.
Η μεγαλύτερη πρόκληση για τη δημοσιονομική πολιτική σήμερα, που μεταβάλλει ριζικά όλα τα μέχρι τώρα δεδομένα, είναι να αξιοποιήσει όλες τις δυνατότητες που προσφέρονται ώστε να εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση των δαπανών για την αντιμετώπιση της νόσου του κορωνοϊού και να ελαχιστοποιήσει τις αρνητικές επιδράσεις στην πραγματική οικονομία, με τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρξει η μικρότερη δυνατή επίπτωση στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
Διαταραχές στην πλευρά της ζήτησης
Παράλληλα, στην έκθεση υπογραμμίζεται ότι η επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης θα προέλθει κυρίως από διαταραχές στην πλευρά της ζήτησης, αφού πλήττονται ιδιαιτέρως τομείς όπως οι μεταφορές, ο τουρισμός, το εμπόριο, η εστίαση και η ψυχαγωγία. Ουδείς μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια την εξέλιξη, ενώ οι επιπτώσεις στις οικονομίες θα εξαρτηθούν από τα συνολικά δημοσιονομικά και νομισματικά μέτρα που λαμβάνονται.
Υπογραμμίζεται στην έκθεση πως η εξάπλωση του κορωνοϊού που προκαλεί τη νόσο Covid-19 και η όξυνση του προσφυγικού-μεταναστευτικού προβλήματος επηρεάζουν καταλυτικά τις βραχυπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές και θέτουν, προσωρινά, μεγάλα εμπόδια στην πορεία προς την κανονικότητα.
Η πανδημία του κορωνοϊού δοκιμάζει τις κοινωνικές και οικονομικές αντοχές όλου του πλανήτη και απαιτεί άλλο επίπεδο διεθνούς επιστημονικής, κοινωνικής και οικονομικής συνεργασίας από αυτό που ίσχυε μέχρι σήμερα. Οι αγορές ομολόγων και κεφαλαίων έχουν ήδη υποστεί μεγάλες απώλειες, με τις πιο αδύναμες οικονομίες να πλήττονται περισσότερο.
Επιστροφή στην ανάκαμψη – Παρεμβάσεις μετά την κρίση
Αφού ξεπεραστεί η κρίση, σύμφωνα με την ΤτΕ η ελληνική οικονομία καλείται να αντιμετωπίσει, εκτός των δύο πολύ σοβαρών εξωγενών κλυδωνισμών, που προφανώς αποτελούν εθνικές προτεραιότητες, και μια σειρά από μεσοπρόθεσμες προκλήσεις. Αυτές είναι το μεγάλο επενδυτικό κενό, η υψηλή ανεργία, το μεγάλο απόθεμα των κόκκινων δανείων, το υψηλό δημόσιο χρέος και ο αργός ψηφιακός μετασχηματισμός.
Κρίνονται αναγκαίες παρεμβάσεις οικονομικής πολιτικής που στοχεύουν στην ενίσχυση κυρίως της πλευράς της προσφοράς, για την επέκταση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας και την άνοδο του πραγματικού και του δυνητικού προϊόντος.
Για την καταγραφή ισχυρών ρυθμών ανάπτυξης μεσομακροπρόθεσμα, αφού ξεπεραστεί η τρέχουσα κρίση, η ελληνική οικονομία καλείται να αντιμετωπίσει, εκτός των δύο πολύ σοβαρών εξωγενών κλυδωνισμών, που προφανώς αποτελούν εθνικές προτεραιότητες, και μια σειρά από μεσοπρόθεσμες προκλήσεις. Αυτές είναι: το μεγάλο επενδυτικό κενό, η υψηλή ανεργία, το μεγάλο απόθεμα των ΜΕΔ, το υψηλό δημόσιο χρέος και ο αργός ψηφιακός μετασχηματισμός.
Οι παρεμβάσεις αυτές αφορούν τις ακόλουθες προτεραιότητες:
− Αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ).
− Άσκηση συνετής δημοσιονομικής πολιτικής.
− Αύξηση των ιδιωτικών παραγωγικών επενδύσεων.
− Μείωση της ανεργίας.
− Εφαρμογή του εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων.
− Ιδιωτικοποιήσεις, αποτελεσματικότερη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας και επέκταση του θεσμού των συνεργασιών και συμπράξεων ιδιωτικού και δημόσιου τομέα (ΣΔΙΤ).
− Εφαρμογή στοχευμένων παρεμβάσεων πολιτικής για την αναστροφή της προβλεπόμενης πτωτικής τάσης του οικονομικά ενεργού πληθυσμού εξαιτίας των δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων.
− Ενδυνάμωση του “τριγώνου της γνώσης” και ανάπτυξη του αποθέματος του ανθρώπινου κεφαλαίου.
− Αξιοποίηση των ευκαιριών από τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία.