Η Mediobanca αναβαθμίζει τη μετοχή της Εθνικής Τράπεζας σε ουδέτερη σύσταση και διατηρεί τις ουδέτερες συστάσεις για τις Τράπεζα Πειραιώς και Alpha Bank. Από την άλλη, οι νέες τιμές στόχοι που προτείνει είναι από 39% έως 63% χαμηλότερες.
«Πριν από αυτή την κρίση, είχαμε επιφυλακτικότητα για τις ελληνικές τράπεζες, καθώς θα ήταν μια μακροχρόνια και θυελλώδης διαδικασία η μείωση των κινδύνων και θα καθυστερούσε οποιαδήποτε βελτίωση της κερδοφορίας», επισημαίνει η ιταλική Mediobanca.
Για την Εθνική Τράπεζα, η νέα τιμή στόχος είναι τα 1,1 ευρώ από 1,8 ευρώ πριν, για την Alpha Bank είναι τα 0,7 ευρώ από 1,9 ευρώ πριν και 63% χαμηλότερα και τέλος για την Τράπεζα Πειραιώς από τα 3 ευρώ μειώνει το στόχο στα 1,3 ευρώ ανά μετοχή ή 57% χαμηλότερα. Για τον ευρωπαϊκό κλάδο συνολικά μειώνει τους στόχους 41% κατά μέσο όρο.
«Ωστόσο, αναγνωρίζουμε ότι, παρά τις μεγάλες πωλήσεις μη εξυπηρετούμενης έκθεσης (NPEs) που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια, οι ελληνικές τράπεζες κατάφεραν να βελτιώσουν τα κεφαλαιακά τους αποθέματα (κυρίως χάρη στα κεφαλαιακά κέρδη από την πώληση κρατικών ομολόγων και βοηθητικών στοιχείων ενεργητικού), μειώνοντας ουσιαστικά την πιθανότητα οιασδήποτε dilution για τους μετόχους», συνεχίζει η ιταλική τράπεζα.
«Ως εκ τούτου, βλέπουμε ελληνικές τράπεζες εισέρχονται στην κρίση με καλύτερες κεφαλαιακές θέσεις από την προηγούμενη κρίση. «Ωστόσο, πιστεύουμε ότι αυτό το εξωγενές σοκ θα αυξήσει και πάλι την αβεβαιότητα σχετικά με την ικανότητα των ελληνικών τραπεζών να ολοκληρώσουν στο εγγύς μέλλον τα σχέδια τους για την αποφυγή κινδύνων, καθώς τα κεφαλαιακά αποθέματα θα χρησιμοποιηθούν για την απορρόφηση της αύξησης του κόστους των προβλέψεων (CoR)», εξηγούν οι αναλυτές του οίκου.
Συνολικά, βλέπουν ότι η βελτίωση της κερδοφορίας δεν θα υλοποιηθεί στο εγγύς μέλλον. Για τους λόγους αυτούς, παραμένουν επιφυλακτικοί στις ελληνικές τράπεζες, επιβεβαιώνοντας όμως τις συστάσεις για την Alpha Bank και την Πειραιώς καθώς η αποδοτικότητα θα παραμείνει πολύ χαμηλή και για τις δύο εταιρείες, ενώ η τελευταία θα συνεχίσει να λειτουργεί μικρότερη αναλογία βασικών εποπτικών κεφαλαίων έναντι των άλλων τριών συστημικών τραπεζών. CET1 από τους συνομηλίκους της).
Ειδικά για την Εθνική Τράπεζα επισημαίνει μετά την αύξηση των κεφαλαιακών αποθεμάτων πάνω από τις τρέχουσες απαιτήσεις χάρις τα κεφαλαιακά κέρδη ύψους € 0,8 δισ. από τα ελληνικά ομόλογα βλέπει ότι είναι σε θέση να απορροφήσει τη μελλοντική αύξηση των NPEs και ταυτόχρονα να συνεχίσει το σχέδιο απομείωσης του κινδύνου. Η Mediobanca υποθέτει ότι η τιτλοποίηση ύψους 6 δισ. ευρώ θα καθυστερήσει έως το επόμενο έτος, επιτρέποντας όμως στην τράπεζα να φτάσει το μεσοπρόθεσμο δείκτη NPE μέχρι το 2022).
Ωστόσο, την ίδια στιγμή διαπιστώνει ότι η κερδοφορία θα παραμείνει πιεσμένη τα επόμενα τρία χρόνια. Για τους λόγους αυτούς και μετά την πρόσφατη χαμηλή απόδοση των μετοχών, αναβαθμίζει τη σύσταση για την μετοχή καθώς πιστεύουν ότι η τράπεζα έχει αρκετούς διαθέσιμους μοχλούς για να ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο dilution των μετόχων της.
Η Mediobanca εκτιμάει ότι τα μαξιλάρια των τραπεζών έναντι του SREP είναι 1,1% για την Πειραιώς, 5,2% για την Alpha Bank και 4,7% για την ΕΤΕ και δεν προβλέπει κανένα έλλειμμα στα κεφάλαια τους τα επόμενα έτη.
Παρότι δεν αναφέρει ρητώς τις εκτιμήσεις της για τα κέρδη ανά μετοχή (EPS), από τις ποσοστιαίες μεταβολές προκύπτει ότι με εξαίρεση ΕΤΕ για φέτος, προβλέπει ότι μέχρι και το 2021, τα EPS θα είναι αρνητικά. Σε όρους αποτίμησης ενσώματης λογιστικής αξίας για το 2020, η ΕΤΕ είναι στις 0,2 φορές, η Alpha Bank στις 0,14 φορές και η Πειραιώς στις 0,08 φορές. Σε όρους κερδοφορίας για το 2022, η ΕΤΕ είναι στις 14,8 φορές, η Alpha Bank στις 7,8 φορές κι τέλος η Πειραιώς στις 6,1 φορές.