Σε 28.628 ανέρχεται πλέον ο αριθμός των ανθρώπων που έχουν χάσει τη ζωή τους από τον κορωνοϊό στην Ισπανία, αφού προστέθηκαν ακόμη 56 το τελευταίο 24ωρο, σύμφωνα με το υπουργείο Υγείας της χώρας.
Το σύνολο των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων αυξήθηκε σε 234.824 από 233.037 χθες, προσθέτει το υπουργείο.
Πενταπλάσια η θνητότητα των φτωχότερων Καταλανών
Την ίδια ώρα, η θνητότητα από τον νέο κορωνοϊό μεταξύ των φτωχότερων Καταλανών είναι πενταπλάσια σε σύγκριση με τους εύπορους κατοίκους της ισπανικής περιφέρειας, καταδεικνύει μελέτη, άλλη μια απόδειξη του πώς η COVID-19 πλήττει σκληρότερα τους πιο ευάλωτους.
Η βορειοανατολική περιφέρεια της Καταλονίας, ο πληθυσμός της οποίας αντιπροσωπεύει το ένα έκτο του πληθυσμού των 47 εκατομμυρίων της Ισπανίας, καταγράφει τον δεύτερο υψηλότερο αριθμό επιβεβαιωμένων κρουσμάτων και θανάτων μεταξύ των περιφερειών της χώρας.
Η έρευνα, που διεξήγαγε ινστιτούτο υγείας της περιφέρειας, διασταύρωσε τα κρούσματα νέου κορονοϊού και τους θανάτους στην Καταλονία έως την 7η Μαίου με τις ηλικίες και τα εισοδήματα.
Μεταξύ των ηλικιών 45-64, η έρευνα δείχνει ποσοστό θνησιμότητας 100 ανά 100.000 ανδρών στην ομάδα με τα χαμηλότερα εισοδήματα, ενώ στους πλουσιότερους ο δείκτης μειώνεται στους 20 θανάτους.
Αν και οι θάνατοι είναι πολύ λιγότεροι μεταξύ των γυναικών, η διαφορά μεταξύ των ομάδων είναι η ίδια: 50 θάνατοι έναντι 10.
Η διαφορά είναι μικρότερη στις ηλικίες 65-79, με τη θνησιμότητα μεταξύ των ανδρών να ανέρχεται σε περίπου 500 ανά 100.000 στους φτωχότερους έναντι 250 στους ευπορότερους. Μεταξύ των γυναικών, η διαφορά είναι περίπου 300 θάνατοι έναντι 100 μεταξύ των δύο ομάδων.
Για τους άνω των 79, η θνησιμότητα μεταξύ ανδρών ανέρχεται σε περίπου 2.830 θανάτους ανά 100.000 στην ομάδα με τα χαμηλότερα εισοδήματα και 1.910 στους πλουσιότερους. Μεταξύ των γυναικών, είναι 1.360 έναντι 1.090.
Η έρευνα δεν αναλύει τον λόγο αυτών των διαφορών.
“Όταν η πανδημία τελειώσει, θα πρέπει να αναλύσουμε όλα τα στοιχεία και να καταλήξουμε σε συμπεράσματα που θα μας βοηθήσουν να σχεδιάσουμε τις πολιτικές υγείας”, είπε η Άννα Γκαρσία Άλτες, διευθύντρια του Health Inequalities Observatory, που διεξήγαγε την έρευνα.