Σύμφωνα με τα πρόσφατα, μη εποχικά διορθωμένα, στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ποσοστό ανεργίας το πρώτο τρίμηνο του 2020 διαμορφώθηκε σε 16,2%, από 16,8% το τέταρτο τρίμηνο του 2019 και 19,2% το πρώτο τρίμηνο του 2019. Σε ήπια, καθοδική πορεία παρέμεινε και η ανεργία όλων των ηλικιακών ομάδων, μεταξύ αυτών και των νέων ηλικίας 15-29 ετών, η οποία διαμορφώθηκε σε 28,8% το πρώτο τρίμηνο του 2020, έναντι 29,1% το προηγούμενο τρίμηνο και 32,4% το πρώτο τρίμηνο του 2019.
Αυτό αναφέρει το Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank.
Από την ανάλυση των στοιχείων, φαίνεται ότι ο αντίκτυπος της κρίσης, έως σήμερα, έχει αποτυπωθεί στην αγορά εργασίας σε τρία βασικά πεδία.
Πρώτον, στη μετακίνηση ενός μέρους των ανέργων στον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό, ο οποίος αυξήθηκε κατά 84,4 χιλ. άτομα το πρώτο τρίμηνο του 2020, σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο. Σχεδόν οι μισοί εξ αυτών (39,7 χιλ. άτομα) ήταν νέοι ηλικίας 15-29 ετών. Αυτό σημαίνει ότι ένα μέρος του πληθυσμού που πριν την πανδημία δήλωνε ότι αναζητούσε εργασία, κατά τη διάρκειά της και λόγω της υγειονομικής κρίσης, δήλωσε ότι δεν ήταν άμεσα διαθέσιμο(*). Τούτο ήταν αποτέλεσμα του φόβου της εξάπλωσης του ιού που άλλαξε τη συμπεριφορά των ανέργων, λειτουργώντας αποτρεπτικά στην αναζήτηση εργασίας.
Δεύτερον, στο «πάγωμα» της αγοράς εργασίας κατά τη διάρκεια του lockdown, το οποίο έγινε περισσότερο ορατό τον Απρίλιο, όταν, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗ, παρατηρήθηκε το μικρότερο θετικό ισοζύγιο προσλήψεων – απολύσεων μηνός Απριλίου, από το 2010 που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Ήδη από τον Μάρτιο παρατηρήθηκε σημαντική υποχώρηση της προσφοράς εργασίας, αλλά τον Απρίλιο μειώθηκε περαιτέρω και η ζήτηση εργασίας λόγω του lockdown, κυρίως στα καταλύματα και στην εστίαση. Τούτο αναμένεται να οδηγήσει σε άνοδο της εποχικής ανεργίας κατά τους θερινούς μήνες, η συγκράτηση της οποίας επιχειρείται ήδη, μέσω του προγράμματος “Συν-εργασία”, με χρήση κοινοτικών πόρων (SURE). Η εποχική ανεργία χρήζει ιδιαίτερης μέριμνας, καθώς αφορά κυρίως την ανεργία των νέων, η οποία είναι υψηλή στη χώρα μας. Ενδεικτικό είναι ότι το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 20-34 ετών που δεν εργάζονται, ούτε σπουδάζουν (neither in employment nor in education or training, NEET) είναι ήδη σε υψηλό επίπεδο στην Ελλάδα και αναμένεται να αυξηθεί έτι περαιτέρω εξαιτίας της πανδημικής κρίσης. Το εν λόγω ποσοστό στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 25,1% το 2019 (ως % στον πληθυσμό ηλικίας 20-34 ετών) και είναι το δεύτερο μεγαλύτερο μετά την Ιταλία (27,8%) και αρκετά υψηλότερο από το μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (16,4%).
Η ανεργία των νέων, ιδιαίτερα μετά την πανδημική κρίση, είναι από τις μεγαλύτερες, μελλοντικές προκλήσεις, καθώς οι διαρθρωτικές αδυναμίες της προηγούμενης δεκαετίας, όπως η χαμηλή απορρόφηση των ανέργων και η αναντιστοιχία μεταξύ θέσεων εργασίας και εκπαιδευτικού επιπέδου, παραμένουν δισεπίλυτες και ουσιαστικά προστίθενται στα νέα προβλήματα που προέκυψαν λόγω της υγειονομικής κρίσης. Η εξέλιξη αυτή καθιστά ιδιαίτερα δυσχερή την αγορά εργασίας, ειδικά για τους νέους που ξεκινούν σήμερα την επαγγελματική τους σταδιοδρομία, ή ήδη εργάζονται σε κλάδους που επλήγησαν από την πανδημία.
Η πανδημική κρίση αναμένεται να έχει αρνητικές συνέπειες για τη νεανική ανεργία, αφού ένα πολύτιμο μέρος του ανθρωπίνου κεφαλαίου που είναι ο σημαντικότερος παραγωγικός συντελεστής ουσιαστικά καθίσταται αναξιοποίητο, με σοβαρότατες κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις, όπως είναι οι εισοδηματικές ανισότητες, ο κοινωνικός αποκλεισμός και η διαχρονική επιβάρυνση των συνταξιοδοτικών συστημάτων, λόγω του επιπλέον κόστους των εισφορών κοινωνικής πρόνοιας.
Τρίτον, στην αύξηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, όπως η εργασία εξ αποστάσεως και η μετατροπή των συμβάσεων εργασίας, από πλήρη σε μερική και σε εκ περιτροπής απασχόληση, μέσω των οποίων περιορίστηκε, σε σημαντικό βαθμό, η απώλεια θέσεων εργασίας, λόγω της παύσης της οικονομικής δραστηριότητας τους προηγούμενους μήνες.
Η χώρα μας, αν και υστερεί σημαντικά ως προς το βαθμό ψηφιακής ενσωμάτωσης, σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, εντούτοις πέτυχε την ομαλή μετάβαση σε καθεστώς εξ αποστάσεως εργασίας ενός μεγάλου μέρους απασχολουμένων στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα. Η πανδημική κρίση ουσιαστικά επίσπευσε τη μεγαλύτερη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας, κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών. Όπως παρατηρείται, το ποσοστό των απασχολούμενων που εργάστηκαν από το σπίτι ανήλθε στη χώρα μας σε 6,6% το πρώτο τρίμηνο του 2020, έναντι 5,2% το αντίστοιχο διάστημα του 2019, ενώ, ειδικότερα, το διάστημα 9-31.3.2020, το ποσοστό αυτό σχεδόν διπλασιάστηκε (10%). Το μεγαλύτερο ποσοστό τηλεργασίας κατά τις τελευταίες τρεις εβδομάδες του Μαρτίου, όταν τέθηκαν σε εφαρμογή τα περιοριστικά μέτρα στις μετακινήσεις των πολιτών, καταγράφηκε στις χρηματοπιστωτικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες (19,7%) και στις λοιπές υπηρεσίες (14,9%).
Στο άμεσο μέλλον, η εξ αποστάσεως εργασία θα μπορούσε -υπό προϋποθέσεις- να είναι αμοιβαία επωφελής τόσο για τους εργοδότες, όσο και για τους απασχολούμενους. Ειδικά στην περίπτωση που προσφέρεται ως εναλλακτική και όχι υποχρεωτική επιλογή, δύναται να έχει σημαντικά πλεονεκτήματα. Μεταξύ αυτών, τα πιο σημαντικά είναι η ευελιξία στην οργάνωση του χρόνου εργασίας, ο περιορισμός του κόστους μετακίνησης, η εναρμόνιση της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής, η προσέλκυση εργαζομένων μικρότερων ηλικιών, καθώς και εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού που ενδεχομένως κατοικεί μακριά από τις εγκαταστάσεις της επιχείρησης, η μείωση των λειτουργικών εξόδων των εταιρειών, αλλά και ο περιορισμός της περιβαλλοντικής ρύπανσης λόγω της μείωσης της κυκλοφορίας. Σε ό,τι αφορά την παραγωγικότητα της εργασίας, αλλά και των λοιπών συντελεστών παραγωγής, σημειώνεται ότι, σύμφωνα με σχετικές μελέτες (Morikawa, M (2018), Bloom et al. (2015), Battiston et al. (2017), Dutcher (2012), οι οποίες παρατίθενται αναλυτικά στο τέλος του Δελτίου ), το κατά πόσον οι επιπτώσεις της τηλεργασίας είναι θετικές ή αρνητικές, εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά και τη φύση του εκάστοτε επαγγέλματος.
Σύμφωνα με την έρευνα “COVID-19 Global CFO Pulse Survey” της συμβουλευτικής εταιρείας PwC, η οποία διεξήχθη την πρώτη εβδομάδα του Ιουνίου με τη συμμετοχή 989 οικονομικών διευθυντών σε 23 χώρες -μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα- το 52% σχεδιάζει να καταστήσει την εξ αποστάσεως εργασία ως μόνιμη επιλογή για θέσεις εργασίας, για τις οποίες αυτό είναι εφικτό, με το ίδιο ποσοστό να αναφέρει, επίσης, ότι προτίθεται να προχωρήσει σε ενέργειες για τη βελτίωση της τηλεργασίας. Ωστόσο, όπως σημειώνει η έρευνα, θα πρέπει ταυτόχρονα να υιοθετηθούν εργαλεία και να δοθούν κίνητρα, που θα προάγουν την παραγωγικότητα και τη δημιουργικότητα των εργαζομένων, αλλά και την καλή συνεργασία.
Πέραν όμως της αυξανόμενης χρήσης της τηλεργασίας, καταγράφηκε, επίσης, αύξηση στις μετατροπές συμβάσεων εργασίας από πλήρη σε μερική και σε εκ περιτροπής απασχόληση, αντανακλώντας μια σημαντική μείωση των ωρών εργασίας στον ιδιωτικό τομέα (26,9 ώρες ανά εβδομάδα το διάστημα 9-31.3.2020, έναντι 38,2 ώρες, κατά μέσο όρο, το πρώτο τρίμηνο του 2019), ως συνέπεια της κάθετης πτώσης της παραγωγικής δραστηριότητας τους προηγούμενους μήνες. Πιο αναλυτικά, τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2020, οι μετατροπές των συμβάσεων πλήρους απασχόλησης σε μερικής αυξήθηκαν κατά 37,1% και 12%, αντίστοιχα. Επιπλέον οι μετατροπές συμβάσεων πλήρους απασχόλησης σε εκ περιτροπής, με τη σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων, σημείωσαν τον Απρίλιο την υψηλότερη αύξηση στην ιστορία της χρονοσειράς, δηλαδή από τον Ιούλιο του 2013 (4,2 χιλ. συμβάσεις).