Με τον βανδαλισμό του μνημείου της Marfin άνοιξε την εισαγωγική του τοποθέτηση ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συζήτηση για το νομοσχέδιο περί Δημοσίων Συναθροίσεων στη Βουλή, αναφέροντας ότι η πρακτική της τυφλής βίας και της άκρατης καταστροφής λέγεται φασισμός.
Τα κύρια σημεία της ομιλίας:
«Προχθές κάποιοι βανδάλισαν σημεία της Αθήνας και το μνημείο για τους συμπολίτες μας που έχασαν τη ζωή τους στη Marfin. Αφαίρεσαν μάλιστα από την πλάκα και τον θυρεό της ελληνικής Δημοκρατίας.
Τα λόγια περιττεύουν όχι γιατί κάποιοι λίγοι επιμένουν να μισούν την οργανωμένη πολιτεία, αλλά γιατί μισούν τους ίδιους τους συμπολίτες τους, τη μνήμη εκείνων που χάθηκαν αλλά και όσους την τιμούν.
Μισούν την κοινωνία και περιφρονούν τους κανόνες που διέπουν την οργάνωσή της. Ας μη φοβόμαστε τις λέξεις: η πρακτική της τυφλής βίας, της άκρατης έχθρας, της άκρατης καταστροφής λέγεται φασισμός. Και όμως τέτοια φαινόμενα εκδηλώνονται δυστυχώς κάθε τόσο στο όνομα του δημοκρατικού δικαιώματος στη διαδήλωση.
Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι είναι απόλυτα κατοχυρωμένο, το αναγνωρίζουν και το προστατεύουν τα συντάγματά μας εδώ και ενάμιση αιώνα.
Πρέπει να οριστεί, όπως επιτάσσει το ίδιο το Σύνταγμα, το περιεχόμενο του όρου δημόσια συνάθροιση, να υπάρχουν κανόνες για την ανεμπόδιστη διεξαγωγή της. Με τρόπο όμως που δεν θα εμποδίζει τη μετακίνηση και την εργασία των πολιτών και τη ζωή μιας ολόκληρης πόλης. Όσο ιερή είναι η πρώτη, εξίσου ιερές είναι και οι δεύτερες.
Το καθεστώς των διαδηλώσεων ακόμη και σήμερα διέπεται από τρία διατάγματα της δικτατορίας. Ξύλινα κείμενα, γύψινα για την ακρίβεια, τα οποία αργότερα αδρανοποιήθηκαν, ουδέποτε όμως τόλμησε κανείς να τα καταργήσει. Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, εύλογα οι προτεραιότητες του νομοθέτη ήταν διαφορετικές. Με τον καιρό όμως αυτό το κενό μετατράπηκε σε ένα άρρηκτο ταμπού που κάποιοι έσπευσαν να καλύπτουν κατά το δοκούν.
Κάποιοι διαδήλωναν δημοκρατικά, αλλά με την τυπική ισχύ χουντικών διαταγμάτων.
Ζημιωμένοι βγαίνουν και οι ίδιοι οι διαμαρτυρόμενοι. Σπάνια γίνονται γνωστά τα αιτήματά τους, γιατί όταν κλείνει το κέντρο της πόλης κανείς δεν βλέπει τον διαμαρτυρόμενο που περπατά σε έναν κλειστό δρόμο και το τελικό αποτέλεσμα είναι, αντί για συμπαράσταση και αποδοχή, να συγκεντρώνουν οι διαδηλωτές την οργή των υπολοίπων πολιτών.
Οσο πολύτιμη είναι η ελευθερία κάποιου να διαμαρτύρεται, το ίδιο είναι η ελευθερία κάποιου άλλου να φτάσει στο νοσοκομείο, στη δουλειά του, στο σπίτι του, ή απλά να επιλέξει να βγάλει βόλτα τα παιδιά του. Δεν υπερισχύει σε μια δημοκρατία το ένα δικαίωμα έναντι των υπολοίπων.
Ο νόμος δεν αφορά τις καθιερωμένες μεγάλες συγκεντρώσεις και πορείες, όπως της Πρωτομαγιάς και του Πολυτεχνείου, θέτει όμως ένα πλαίσιο για το πώς θα προγραμματίζονται και θα γίνονται οι δεκάδες μικρές διαδηλώσεις που απασχολούν καθημερινά τις πόλεις μας».