Πώς ο κορωνοϊός άλλαξε τα δεδομένα
Η έντονη αβεβαιότητα, λόγω της πανδημικής κρίσης είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των καταθέσεων και τη μείωση της καταναλωτικής δαπάνης, όπως αναφέρει στην εβδομαδιαία οικονομική της ανάλυση η Alpha Bank.
Σύμφωνα με εμπειρικές μελέτες, κατά τη διάρκεια οικονομικών υφέσεων, ιδιαίτερα όταν έπονται υγειονομικών κρίσεων, τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα και ο υψηλός κίνδυνος εξάπλωσης των επιδημιών έχουν αρνητικό αντίκτυπο στη συμπεριφορά των καταναλωτών, καθώς γίνονται πιο “συντηρητικοί” στις αγορές τους, λόγω της ανασφάλειας για το μέλλον και ειδικά για τις προοπτικές απασχόλησης και την εξέλιξη των εισοδημάτων.
Τούτο επιβεβαιώνεται και από τα πρόσφατα στοιχεία της οικονομικής συγκυρίας, αφού φαίνεται ότι οι Έλληνες καταναλωτές το δίμηνο Μαρτίου-Απριλίου, περιορίστηκαν κυρίως στα είδη πρώτης ανάγκης και στις ανελαστικές αγορές από τις μεγάλες αλυσίδες τροφίμων και τα φαρμακεία, ενώ, παράλληλα, μειώθηκε κατακόρυφα η ζήτηση για διαρκή αγαθά και είδη υψηλής εισοδηματικής ελαστικότητας (π.χ. έπιπλα, συσκευές, ένδυση).
Το συνδυαστικό αποτέλεσμα των δύο αυτών εξελίξεων συνέβαλε στην υποχώρηση της δαπάνης των νοικοκυριών, η οποία, ως ένα βαθμό, οδήγησε στην αύξηση της “αναγκαστικής” αποταμίευσης (οι καταναλωτές δεν μπορούν να δαπανήσουν, εξαιτίας του lockdown), αλλά και της “προληπτικής” αποταμίευσης (οι καταναλωτές αποταμιεύουν, λόγω της αβεβαιότητας για το μέλλον).
Ως αποτέλεσμα, σημειώθηκε σημαντική άνοδος της καταθετικής βάσης των νοικοκυριών το διάστημα Μαρτίου-Μαΐου 2020. Η υποχώρηση της κατανάλωσης των νοικοκυριών έχει μεγάλη βαρύτητα για την ανάκτηση μέρους της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας από το επόμενο έτος, αφού, σύμφωνα με πρόσφατη εκτίμηση της συμβουλευτικής εταιρείας McKinsey , μια πτώση της δαπάνης για αγαθά και υπηρεσίες που δεν είναι πρώτης ανάγκης (π.χ. αυτοκίνητα, συσκευές, εστιατόρια, ταξίδια) κατά 40%-50%, δύναται να οδηγήσει σε υποχώρηση του ΑΕΠ, περίπου κατά 10%.
Συνεπώς, η συμπεριφορά των καταναλωτών, πιθανόν να συνεχίσει να είναι “επιφυλακτική” για όσο χρονικό διάστημα παραμένει η αβεβαιότητα σχετικά με ένα δεύτερο κύμα της πανδημίας αλλά και με τις συνθήκες στην αγορά εργασίας.
Μία τέτοια εξέλιξη, θα προκαλούσε αναβολή ή ακύρωση δαπανών και σημαντικών αγοραστικών αποφάσεων (π.χ. κατοικία, αυτοκίνητο) και μπορεί να οδηγούσε, εν τέλει, σε περαιτέρω αύξηση των προληπτικών αποταμιεύσεων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της DG-ECFIN, η πρόθεση των καταναλωτών για σημαντικές αγορές τους προσεχείς 12 μήνες επιδεινώθηκε σημαντικά τον Απρίλιο και τον Μάιο, ενώ τον Ιούλιο ανέκαμψε ελαφρά, παραμένοντας, όμως, στο χαμηλότερο επίπεδο του τελευταίου έτους.
Οι λιανικές πωλήσεις, σε όρους όγκου, σύμφωνα με τα εποχικά διορθωμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, μειώθηκαν, σε ετήσια βάση, τον Μάρτιο (-1,6%), σε αντίθεση με τους δύο πρώτους μήνες του 2020, όταν κατέγραψαν ετήσια άνοδο (Ιανουάριος: +5,9%, Φεβρουάριος: +2,3%).
Σημειώνεται ότι, στο τελευταίο δεκαήμερο του Μαρτίου, τέθηκε σε εφαρμογή μία σειρά μέτρων περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας, με σκοπό τη συγκράτηση της εξάπλωσης της πανδημίας COVID-19, μεταξύ των οποίων η αναστολή λειτουργίας της πλειονότητας των φυσικών καταστημάτων λιανικής πώλησης. Τα μέτρα αυτά βρίσκονταν σε ισχύ καθ’ όλη τη διάρκεια του Απριλίου.
Ως εκ τούτου, τον Απρίλιο, ο εποχικά διορθωμένος δείκτης όγκου λιανικών πωλήσεων σημείωσε πρωτοφανή πτώση κατά 24,6%, ενώ διαμορφώθηκε στο χαμηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί την τελευταία εικοσαετία. Πιο αναλυτικά, οι πωλήσεις καυσίμων-λιπαντικών μειώθηκαν κατά 31,6%, ενώ ο γενικός δείκτης, εξαιρουμένης της εν λόγω κατηγορίας, κατέγραψε πτώση κατά 22,2%.
Από τις επιμέρους κατηγορίες που συνθέτουν το δείκτη, όπως παρατηρείται στο Γράφημα 1, τον Απρίλιο, σημείωσαν αύξηση οι πωλήσεις σε “μεγάλα καταστήματα τροφίμων” (+6,2%), ενώ όλες οι υπόλοιπες κατέγραψαν σημαντική πτώση, με τη μεγαλύτερη να παρατηρείται στα είδη ένδυσης-υπόδησης (-73,2%).
Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, σε ό,τι αφορά τις πωλήσεις εκτός καταστημάτων, οι οποίες περιλαμβάνουν και τις πωλήσεις μέσω διαδικτύου, ότι αυτές αυξήθηκαν κατά 22,2% τον Απρίλιο, σε ετήσια βάση (εποχικά διορθωμένα στοιχεία κύκλου εργασιών ).
Παράλληλα με την πτώση των λιανικών πωλήσεων κατά τη διάρκεια ισχύος των περιοριστικών μέτρων, παρατηρήθηκε αύξηση των ροών καταθέσεων των ιδιωτικού τομέα στο τραπεζικό σύστημα, η οποία συνεχίστηκε και τον Μάιο, όταν ξεκίνησε η σταδιακή αποκλιμάκωσή τους.
Συγκεκριμένα, από τον Μάρτιο, οι ροές καταθέσεων ιδιωτών και επιχειρήσεων ήταν έντονα θετικές, ενώ, συνολικά για το διάστημα Μαρτίου-Μαΐου 2020, ανήλθαν σε Ευρώ 6 δισ., έναντι Ευρώ 3,3 δισ. την αντίστοιχη περίοδο του 2019 και Ευρώ 2,9 δισ. το τρίμηνο Μαρτίου-Μαΐου 2018.
Ένας σημαντικός παράγοντας για την αύξηση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα ήταν η αναβολή των καταναλωτικών δαπανών, όπως αναφέρθηκε στην αρχή του Δελτίου. Ωστόσο, πρόσθετοι παράγοντες συνετέλεσαν στην αύξηση αυτή, όπως τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, καθώς και η προτίμηση που έδειξαν οι καταναλωτές στις τραπεζικές καταθέσεις, έναντι τοποθετήσεων υψηλότερου κινδύνου (Τράπεζα της Ελλάδος, Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής, Ιούνιος 2020).
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος , η συνολική επίπτωση των περιοριστικών μέτρων, σε όρους ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (ΑΠΑ), εκτιμάται σε -7,7% για το 2020. Τις μεγαλύτερες απώλειες αναμένεται να καταγράψει ο τομέας των υπηρεσιών αφενός λόγω της μεγάλης βαρύτητάς του στην ΑΠΑ, αφετέρου λόγω του ότι οι κλάδοι που ανήκουν σ’ αυτόν υπέστησαν τους εντονότερους διοικητικούς περιορισμούς τόσο κατά τη διάρκεια του lockdown, όσο και στη φάση της σταδιακής αποκλιμάκωσής του.
Επιπλέον, κλάδοι των υπηρεσιών, όπως το λιανικό εμπόριο και οι μεταφορές, συνδέονται στενά με την τουριστική δραστηριότητα, η οποία παρέμεινε τον Απρίλιο σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα, λόγω των περιορισμών στις μετακινήσεις, (ταξιδιωτικές αφίξεις -96,2%, ταξιδιωτικές εισπράξεις -98,7%, σε ετήσια βάση).
Υπενθυμίζεται ότι ο τουρισμός, εκτός από την άμεση συμβολή του στην οικονομική δραστηριότητα που περιλαμβάνει την παροχή αγαθών και υπηρεσιών προς τους επισκέπτες, έχει επιπλέον έμμεση και επαγόμενη συμβολή που εμπεριέχουν τις δαπάνες για την αγορά προϊόντων-υπηρεσιών, τις δαπάνες των απασχολούμενων του κλάδου, αλλά και τις ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις. Ως εκ τούτου, η συνολική αρνητική επίδραση στον κλάδο του χονδρικού και λιανικού εμπορίου εκτιμάται σε -6,7% το 2020.
Στην ανωτέρω εκτίμηση δεν έχει ληφθεί υπόψη η θετική επίδραση του πακέτου μέτρων στήριξης των εργαζομένων και των επιχειρήσεων, το οποίο έχει θέσει σε εφαρμογή η Ελληνική Κυβέρνηση, με σκοπό την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών της πανδημίας.
Υπενθυμίζεται ότι πρόκειται για φορολογικά μέτρα, μέτρα στήριξης της απασχόλησης, ενίσχυσης της ρευστότητας των επιχειρήσεων κ.λπ., το συνολικό κόστος των οποίων εκτιμάται ότι θα ανέλθει σε Ευρώ 24 δισ.
Επιπλέον, στο τέλος της προηγούμενης εβδομάδας, ανακοινώθηκαν επιπρόσθετα μέτρα στήριξης εργαζομένων και επιχειρήσεων για την περίοδο Ιουλίου-Σεπτεμβρίου 2020, τα οποία περιλαμβάνουν:
• Τη χορήγηση του τρίτου κύκλου της “Επιστρεπτέας Προκαταβολής” τον μήνα Αύγουστο, σύμφωνα με την πτώση του τζίρου των επιχειρήσεων, κατά τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο.
• Την επέκταση της πρόβλεψης για επιδότηση 60% των ασφαλιστικών εισφορών των εργοδοτών, οι οποίοι έχουν ενταχθεί στο πρόγραμμα “ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ”, που αφορά τη στήριξη της απασχόλησης, για τους μήνες Αύγουστο έως Οκτώβριο.
• Την κάλυψη των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών, για το τρίτο τρίμηνο του 2020, για τις επιχειρήσεις που σημειώνουν το μεγαλύτερο ποσοστό του τζίρου τους στο διάστημα αυτό.
• Την επέκταση της δυνατότητας αναστολής σύμβασης εργασίας των εργαζομένων σε επιχειρήσεις που ανήκουν ή σχετίζονται με τον τουρισμό, ή εμπίπτουν στους κλάδους των αεροπορικών και ακτοπλοϊκών μεταφορών, για τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο.
• Τη μείωση ή και το μηδενισμό -κατά περίπτωση- της προκαταβολής φόρου εισοδήματος, για επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα.
Το συνολικό κόστος των ανωτέρω μέτρων εκτιμάται σε Ευρώ 3,5 δισ., εκ των οποίων Ευρώ 2 δισ. είναι επιπρόσθετα των Ευρώ 24 δισ. που είχαν ήδη ανακοινωθεί μέχρι το τέλος Ιουνίου.
από τον Αύγουστο 2018, όταν πραγματοποιήθηκε η έξοδος της Ελλάδας από το τρίτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής και μέχρι τον Απρίλιο 2020, η τάση του δείκτη επιχειρηματικών προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο βρισκόταν άνω του μακροχρόνιου μέσου της χρονοσειράς.
Ειδικά το χρονικό διάστημα πριν, αλλά και μετά τις εκλογές που διεξήχθησαν το 2019 (Ευρωεκλογές τον Μάιο και Εθνικές Εκλογές τον Ιούλιο 2019), ακολούθησε ανοδική πορεία, γεγονός που καταδεικνύει ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των επιχειρηματιών του κλάδου, το λιανικό εμπόριο βρισκόταν σε φάση επέκτασης. Από τον Νοέμβριο 2019, ωστόσο, η τάση του δείκτη επιχειρηματικών προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο ακολουθεί φθίνουσα πορεία, η οποία έγινε πιο έντονη από τον Μάρτιο και μετά.
Το δίμηνο Μαΐου-Ιουνίου δε, διαμορφώθηκε σε επίπεδο κάτω του μακροχρόνιου μέσου όρου, εξέλιξη που υποδηλώνει ότι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των επιχειρηματιών, ο κλάδος του λιανικού εμπορίου βρίσκεται σε φάση συρρίκνωσης.
Η εξάπλωση της πανδημίας COVID-19 μέσα στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον προκάλεσε σωρεία προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδα, ανέδειξε νέες τάσεις στην καταναλωτική συμπεριφορά, οδήγησε στην εισαγωγή περιοριστικών μέτρων, ενώ έθεσε σε ολική ή μερική αναστολή τις εργασίες πολλών επιχειρήσεων ανά τον κόσμο.
Οι συνεπαγόμενοι κραδασμοί που προκλήθηκαν τόσο στην προσφορά, όσο και στη ζήτηση είχαν ως αποτέλεσμα να καταγραφεί μία από τις ταχύτερες και βαθύτερες οικονομικές υφέσεις που σημειώθηκαν ποτέ στη σύγχρονη εποχή.
Στην προσπάθεια ανίχνευσης των προοπτικών της παγκόσμιας οικονομίας, εστιάζουμε στην εξέλιξη του παγκόσμιου σύνθετου Δείκτη Υπευθύνων Προμηθειών (PMI) για το μεταποιητικό τομέα (J.P. Morgan Global Manufacturing PMI), από την αρχή του τρέχοντος έτους, μέχρι και τον Ιούνιο. Υπενθυμίζεται ότι ο παγκόσμιος δείκτης PMI στη μεταποίηση αποτυπώνει κατά πόσον επιμέρους στοιχεία της επιχειρηματικής δραστηριότητας έχουν βελτιωθεί ή επιδεινωθεί σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα.
Ως εκ τούτου, ο δείκτης PMI στη μεταποίηση χρησιμεύει ως ένας αντιπροσωπευτικός δείκτης της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας, αλλά και της ζήτησης, γενικότερα. Παραδοσιακά, η διαμόρφωση του δείκτη στις 50 μονάδες αποτελεί το διαχωριστικό σημείο της συρρίκνωσης (<50 μονάδες), από την επέκταση (>50 μονάδες) της οικονομικής δραστηριότητας.
Ο δείκτης ΡΜΙ της παγκόσμιας μεταποιητικής παραγωγής επιδεινώθηκε, από την αρχή του τρέχοντος έτους, για τρεις συνεχόμενους μήνες και συγκεκριμένα από τις 50,3 μονάδες, τον Ιανουάριο, στις 39,6 μονάδες, τον Απρίλιο, κινούμενος χαμηλότερα από τη συρρίκνωση που είχε καταγραφεί στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-09.
Ωστόσο, τα δημοσιευθέντα στοιχεία για τον Ιούνιο, υποδηλώνουν ότι η επιδείνωση των παγκόσμιων οικονομικών συνθηκών επιβραδύνεται, καθώς ο δείκτης PMI ανέκαμψε και κινήθηκε στις 47,8 μονάδες. Αν και η πλειονότητα των υποδεικτών που αποτελούν τις συνιστώσες του σύνθετου δείκτη ΡΜΙ εξακολουθούν να βρίσκονται εντός της περιοχής που δηλώνει συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας (<50 μονάδες), ο μηνιαίος ρυθμός μεταβολής τους κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, υποδηλώνοντας ότι, ενδεχομένως, να βρισκόμαστε σε σημείο καμπής για την παγκόσμια οικονομία.
Είναι σημαντικό ότι οι θετικές εξελίξεις αφορούν σχεδόν όλες τις μεγάλες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Κίνας, της Ζώνης του Ευρώ, των χωρών της ΝΑ Ασίας-ASEAN, με εξαίρεση την Ιαπωνία που εμφανίζει μια μεγάλη καθυστέρηση.
Τι δείχνουν οι προσδοκίες και τα στοιχεία για την παραγωγή και την απασχόληση
Εξετάζοντας λεπτομερώς τις βασικές μεταβλητές του σύνθετου δείκτη ΡΜΙ στη μεταποίηση, διαπιστώνεται ότι η πλειονότητά τους συνηγορεί στο γεγονός ότι βρισκόμαστε σε ένα κομβικό σημείο για την παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση. Επισημαίνουμε τις τρεις σημαντικότερες μεταβλητές:
Πρώτον, τον υποδείκτη μελλοντικής παραγωγής, το μοναδικό, εκ των συνολικά επτά υποδεικτών, ο οποίος υπερέβη το διαχωριστικό σημείο των 50 μονάδων και από τις 47,1 μονάδες που ήταν τον Απρίλιο ανήλθε, τον Ιούνιο, στις 58,7 μονάδες. Η βελτίωση του εν λόγω υποδείκτη αποδίδεται, σε σημαντικό ποσοστό, στη μηνιαία αύξηση κατά 28% και 34% που κατέγραψαν οι νέες παραγγελίες και οι νέες παραγγελίες εξαγωγών, αντίστοιχα.
Σημαντική εξέλιξη αποτελεί, επίσης, το γεγονός ότι τα αποθέματα περιορίζονται και αυξάνονται οι νέες παραγγελίες και κατά συνέπεια οι παραγωγοί προσδοκάται ότι θα αρχίσουν να επεκτείνουν την παραγωγική τους δραστηριότητα στο προσεχές διάστημα.
Δεύτερον, την παραγωγή που βελτιώθηκε αισθητά στις 47,0 μονάδες, τον Ιούνιο, σε σύγκριση με τις 32,5 μονάδες, τον Απρίλιο. Παρότι βρισκόμαστε κάτω από το όριο των 50 μονάδων, οι απότομες αυξήσεις αποτελούν ένδειξη μιας γρήγορης σταθεροποίησης της οικονομικής δραστηριότητας.
Στο πλαίσιο επιστροφής των μεγάλων οικονομιών στην κανονικότητα, η χαμηλή ζήτηση θα αρχίσει σταδιακά να ενισχύεται, παρασυρόμενη από τα δημοσιονομικά και τα φορολογικά μέτρα, ενώ, σε συνδυασμό με την ενίσχυση της ρευστότητας που έχουν αρχίσει και προσφέρουν οι εθνικές νομισματικές αρχές, η παραγωγή μπορεί να οδηγηθεί σε υψηλότερα επίπεδα από τα τρέχοντα.
Τρίτον, την απασχόληση που βελτιώθηκε ελαφρά στις 45,8 μονάδες, τον Ιούνιο, από 41,5 μονάδες, τον Απρίλιο, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι απολύσεις έχουν φτάσει στο μέγιστο επίπεδο και σταδιακά θα πρέπει να αρχίσουμε να διακρίνουμε βελτίωση του κλίματος στις αγορές εργασίας. Όσον αφορά στην απασχόληση, οι ΗΠΑ βρίσκονται στην πρώτη γραμμή, δεδομένης της ευελιξίας που διακρίνει την αγορά εργασίας τους.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται, ότι μετά από μια απότομη επιδείνωση της συνιστώσας της απασχόλησης του δείκτη ISM στη μεταποίηση, από τις 46,9 μονάδες, τον Φεβρουάριο, στις 27,5 μονάδες, τον Απρίλιο, έχει αρχίσει να καταγράφεται αισθητή βελτίωση, καθώς, τον Ιούνιο, ο υποδείκτης της απασχόλησης ανήλθε στις 42,1 μονάδες.
Επιπλέον, οι νέες θέσεις απασχόλησης στις ΗΠΑ παρουσίασαν, τον Ιούνιο, τη δεύτερη κατά σειρά μηνιαία βελτίωση, σημειώνοντας άνοδο 4,8 εκατ. θέσεων εργασίας, έναντι προσδοκίας για 3 εκατ. νέες θέσεις εργασίας και έχοντας καταγράψει απώλειες 22,2 εκατ. θέσεων στην περίοδο Μάρτιος-Απρίλιος.
Ο κίνδυνος νέου πανδημικού κύματος και η σημασία της προετοιμασίας
Εν μέσω των έντονων προσπαθειών αντιμετώπισης της πανδημίας COVID-19, η οποία συνεχίζει να επηρεάζει έναν αυξανόμενο αριθμό χωρών και ανθρώπων, η παγκόσμια παραγωγική δραστηριότητα εξακολουθεί να αναζητά το σωστό βηματισμό.
Οι διαδοχικές βελτιώσεις στην παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα, το τελευταίο δίμηνο, έρχονται να επιβεβαιώσουν την άποψη ότι ο Απρίλιος ήταν ο χειρότερος μήνας της πανδημικής κρίσης.
Πρόσφατη έρευνα της McKinsey (The coronavirus effect on global economic sentiment-June 30, 2020) διαπιστώνει ότι το 51% των επικεφαλής των επιχειρήσεων, παρόλο που εμφανίζονται συγκρατημένα αισιόδοξοι για τη μελλοντική πορεία της παγκόσμιας οικονομίας, προσδοκούν ότι αυτή θα είναι σε καλύτερη κατάσταση σε έξι μήνες από σήμερα, ένα ποσοστό το οποίο αξίζει να σημειωθεί ότι βρίσκεται σε αυξητική πορεία καθ’ όλη τη διάρκεια του 2020.
Ωστόσο, η σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν σε πολλές οικονομίες λόγω της ταχείας εξάπλωσης του COVID-19 και η επιστροφή στην κανονικότητα δεν αποκλείουν την πιθανότητα εξάρσεων της πανδημίας στο μέλλον. Όμως, σε αυτήν την περίπτωση, ο κόσμος θα είναι πολύ καλύτερα προετοιμασμένος.
Οι κλινικές δοκιμές θεραπειών, καθώς και η παρακολούθηση και η ανίχνευση του ιού έχουν εξελιχτεί σημαντικά τους τελευταίους μήνες. Τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης έχουν ενισχυθεί, ενώ στην ανάπτυξη εμβολίου υπάρχει μια, άνευ προηγουμένου, συνεργασία μεταξύ των καλύτερων επιστημονικών φορέων του κόσμου.
Η συντελεσθείσα πρόοδος σε ερευνητικό επίπεδο για την αντιμετώπιση του COVID-19 θα πρέπει να αυξήσει την αισιοδοξία μας για περαιτέρω ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς συνεχίζεται το μεγάλο άνοιγμα της παγκόσμιας οικονομίας, χωρίς όμως να εκλείπουν κίνδυνοι -όπως η επανεμφάνιση του κορωνοϊού, η επαναφορά μερικής ή ολικής διακοπής της παραγωγικής δραστηριότητας- που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά το εύθραυστο οικονομικό περιβάλλον.
Τα αισιόδοξα οικονομικά ευρήματα, πιθανότατα, θα συνεχίσουν να αυξάνονται μέσα στους επόμενους μήνες, καθώς θα αίρονται περισσότερο οι περιορισμοί και οι εθνικές κυβερνήσεις θα εμφανίζονται λιγότερο ανεκτικές στο να οδηγηθούν σε νέα ολική αναστολή της οικονομικής δραστηριότητας σε περίπτωση αύξησης των κρουσμάτων.
Ωστόσο, απαιτείται η εύρεση αποτελεσματικής θεραπείας ή εμβολίου για τον COVID-19, καθώς η απουσία τους δεν θα επιτρέψει σε συγκεκριμένες κατηγορίες επιχειρήσεων (μικρά καταστήματα, εστιατόρια, κινηματογράφοι, κέντρα αναψυχής, ξενοδοχεία) να λειτουργήσουν στο μέγιστο της δυναμικότητάς τους.
Όσο περισσότερο διαρκεί η πανδημία, τόσο υψηλότερες είναι οι πιθανότητες η διαρθρωτική ανεργία να γίνει μακροπρόθεσμο πρόβλημα στις μεγάλες οικονομίες, πλήττοντας την κατανάλωση, ενώ κλάδοι της οικονομίας όπως οι αεροπορικές μεταφορές και ο τουρισμός θα κινδυνεύσουν να καταρρεύσουν, εάν τα μέτρα ασφαλείας παραμείνουν σε ισχύ μόνιμα.
Παρά τις ενθαρρυντικές ενδείξεις, σε επίπεδο οικονομικών στοιχείων, είναι πολύ νωρίς για να αρχίσουμε να αγνοούμε τις εξελίξεις στο χώρο της υγείας, καθώς η απρόβλεπτη φύση αυτής της ασθένειας είναι αυτή που ενίσχυσε την αβεβαιότητα.
Η ύφεση που βιώνουν πολλές οικονομίες προήλθε κυρίως από την αυτο-προκαλούμενη οικονομική αδρανοποίηση και, με δεδομένο το σκεπτικό ότι οι εθνικές κυβερνήσεις είναι καλύτερα προετοιμασμένες για να περιορίσουν και να συγκρατήσουν ένα νέο ξέσπασμα του COVID-19, ίσως δεν είναι υπερβολικό να υποθέτουμε ότι τα “χειρότερα έχουν τελειώσει”.