Τι προβλέπει για την Ευρώπη
Μικρότερη ύφεση της παγκόσμιας οικονομίας για το 2020 και ελαφρά υψηλότερη ανάπτυξη το επόμενο έτος προβλέπει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) στην ενδιάμεση έκθεσή του (OECD Economic Outllok) για τις προοπτικές της.
Συγκεκριμένα, ο ΟΟΣΑ προβλέπει ότι το παγκόσμιο ΑΕΠ θα μειωθεί φέτος κατά 4,5% και θα αυξηθεί το 2021 κατά 5% έναντι μείωσης κατά 6% και αύξησης κατά 5,2% που προέβλεπε τον Ιούνιο. Αν η απειλή του κορονοϊού υποχωρήσει ταχύτερα του αναμενόμενου, η βελτίωση της εμπιστοσύνης μπορεί να δώσει σημαντική ώθηση στην παγκόσμια δραστηριότητα το 2021, ενώ “μία ισχυρότερη αναζωπύρωσή του ή πιο αυστηρά περιοριστικά μέτρα θα μπορούσαν να κόψουν 2-3 ποσοστιαίες μονάδες από την παγκόσμια ανάπτυξη το 2021, με υψηλότερη ανεργία και μία παρατεταμένη περίοδο αδύναμων επενδύσεων”, σημειώνει η έκθεση. Τονίζει, επίσης, ότι “τα δημοσιονομικά και νομισματικά μέτρα στήριξης πρέπει να διατηρηθούν για να συνεχίσει να υπάρχει η εμπιστοσύνη και να περιοριστεί η αβεβαιότητα, αλλά να εξελίσσονται ανάλογα με τις υφιστάμενες οικονομικές συνθήκες”.
Η πτώση της παγκόσμιας παραγωγής το 2020 είναι μικρότερη της αναμενόμενης, αλλά παραμένει πρωτοφανής στην πρόσφατη ιστορία, σημειώνει ο ΟΟΣΑ. Σημειώνει, ωστόσο, ότι η εξέλιξη αυτή οφείλεται κυρίως στην καλύτερη του αναμενόμενου πορεία των οικονομιών της Κίνας – που είναι η μόνη χώρα της G20 που θα έχει φέτος ανάπτυξη – των ΗΠΑ και της Ευρώπης, ενώ αντίθετα τα αποτελέσματα είναι πιο αδύναμα από τα προβλεπόμενα στην Ινδία, το Μεξικό και τη Νότια Αφρική.
“Η παραγωγή αυξήθηκε γρήγορα μετά τη χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν για τον περιορισμό της εξάπλωσης του κορονοϊού και την επανέναρξη της λειτουργίας των επιχειρήσεων, αλλά ο ρυθμός της παγκόσμιας ανάκαμψης έχασε κάποια από τη δυναμική του τους καλοκαιρινούς μήνες”, σύμφωνα με την έκθεση.
Για την Ευρωζώνη, ο ΟΟΣΑ προβλέπει μικρότερη ύφεση για φέτος (7,9% έναντι 9,1% που προέβλεπε τον Ιούνιο), αλλά και χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης για το 2021 (5,1% έναντι 6,5%). Αυτό σημαίνει ότι η επιστροφή του ΑΕΠ στα προ κορονοϊού επίπεδα δεν θα γίνει πριν από το 2022, όπως προβλέπουν, επίσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Το ίδιο εκτιμά ο ΟΟΣΑ ότι θα συμβεί στις περισσότερες οικονομίες της G20. “Στις περισσότερες οικονομίες, το επίπεδο της παραγωγής στο τέλος του 2021 προβλέπεται να παραμείνει κάτω από το επίπεδο που ήταν στο τέλος του 2019 και σημαντικά χαμηλότερο από τις προβλέψεις πριν την πανδημία, τονίζοντας τον κίνδυνο ενός μεγάλης διάρκειας κόστους από την πανδημία”, αναφέρει. Οι προβλέψεις του ΟΟΣΑ βασίζονται στην υπόθεση ότι θα συνεχισθούν σποραδικές τοπικές εξάρσεις του κορονοϊού, οι οποίες θα αντιμετωπίζονται με στοχευμένες τοπικές παρεμβάσεις και όχι με καραντίνες σε εθνικό επίπεδο καθώς και στην υπόθεση ότι ο εμβολιασμός του πληθυσμού δεν θα είναι ευρύτερα διαθέσιμος πριν από το τέλος του 2021.
Από τις μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης, η γερμανική αναμένεται να έχει τις μικρότερες απώλειες από την κρίση της πανδημίας, καθώς προβλέπεται να συρρικνωθεί φέτος κατά 5,4% (έναντι πρόβλεψης για ύφεση 6,6% τον Ιούνιο) και να αναπτυχθεί κατά 4,6% το 2021 (έναντι προηγούμενης πρόβλεψης 5,8%), ενώ η ιταλική και η γαλλική οικονομία προβλέπεται να συρρικνωθούν φέτος κατά 10,5% και 9,5%, αντίστοιχα, και να αναπτυχθούν κατά 5,4% και 5,8% το 2021.
Για την οικονομία των ΗΠΑ, ο ΟΟΣΑ έχει αναθεωρήσει δραστικά την πρόβλεψή του για την ύφεση το 2020, μόλις στο 3,8% από 7,3% τον Ιούνιο, ενώ εκτιμά ότι το χαμένο αυτό έδαφος θα υπερκαλυφθεί το 2021, με μία ανάπτυξη 4%. Για την κινεζική οικονομία, ο ΟΟΣΑ έχει αναθεωρήσει θεαματικά προς το καλύτερο τις προβλέψεις του τόσο για φέτος όσο και για το 2021. Συγκεκριμένα, για το 2020 προβλέπει ανάπτυξη 1,8% (αντί ύφεσης 2,6% τον Ιούνιο), ενώ για το 2021 η πρόβλεψη για ανάπτυξη εκτινάσσεται στο 8% (αντί 6,8%).
Οι δαπάνες των νοικοκυριών για πολλά διαρκή καταναλωτικά αγαθά έχουν ανακάμψει σχετικά γρήγορα, αλλά οι δαπάνες τους για υπηρεσίες, ιδιαίτερα εκείνες που απαιτούν την επαφή μεταξύ των εργαζομένων και των καταναλωτών ή τα διεθνή ταξίδια, παρέμεινε υποτονική. Οι επιχειρηματικές επενδύσεις και το διεθνές εμπόριο, αναφέρει η έκθεση, παραμένουν αδύναμες, συγκρατώντας την αύξηση της μεταποιητικής παραγωγής σε πολλές εξωστρεφείς οικονομίες.