Το ΥΠΟΙΚ έδωσε διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή διατάξεων του άρθρου 17 ν. 3833/2010 περί του ειδικού φόρου σε είδη πολυτελείας, με αφορμή την υποβολή γραπτών αιτημάτων φορολογουμένων και ερωτημάτων από τις Δ.Ο.Υ.
1. Με τις διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 3833/2010 (ΦΕΚ Α΄40), όπως αυτές συμπληρώθηκαν και τροποποιήθηκαν από το άρθρο 87 του ν. 3842/2010 (ΦΕΚ Α΄58) και την παράγραφο 7 του άρθρου τέταρτου του ν. 3845/2010 (ΦΕΚ Α΄65), προβλέπεται η επιβολή ειδικού φόρου πολυτελείας. Ειδικότερα, με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού, ορίζεται ότι ο ειδικός αυτός φόρος επιβάλλεται επί της φορολογητέας αξίας, όπως αυτή διαμορφώνεται από τα άρθρα 19 και 20 του ν. 2859/2000 (Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας για τα ενδοκοινοτικώς αποκτούμενα καθώς και τα εισαγόμενα από τρίτες χώρες και επί της τιμής πώλησης προ ΦΠΑ για τα εγχωρίως παραγόμενα, στα είδη που ορίζονται από τις περιπτώσεις α) έως και στ) του πίνακα της παραγράφου αυτής. Περαιτέρω, με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού, ορίζεται ότι , ως χρόνος γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης κατά την ενδοκοινοτική απόκτηση είναι ο χρόνος παραλαβής των ειδών από τον αποκτώντα, για δε τα εγχωρίως παραγόμενα , κατά την πώληση αυτών από τον παραγωγό.
Συνεπώς, προκειμένου για τα ενδοκοινοτικώς αποκτούμενα είδη που υπάγονται στον ειδικό φόρο πολυτελείας, η απόδοση του φόρου ενεργείται με βάση την αξία του κόστους κατά την ημερομηνία παραλαβής τους, σύμφωνα με τα τιμολόγια που έχουν εκδοθεί από τις κοινοτικές επιχειρήσεις (ΥΠ. ΟΙΚ/ΚΩΝ ΠΟΛ 1107/25-6-2010).
2. Στην περίπτωση επιχείρησης που αποτελεί υποκατάστημα αλλοδαπής εταιρίας και αποκλειστικός αντιπρόσωπος στην Ελλάδα εμπορευμάτων της μητρικής εταιρίας, τα οποία στο σύνολό τους παραλαμβάνονται ενδοκοινοτικώς μετά την έκδοση των σχετικών τιμολογίων της μητρικής εταιρίας προς το υποκατάστημά της στην Ελλάδα, η απόδοση του ειδικού φόρου ενεργείται με βάση την αξία του κόστους κατά την ημερομηνία παραλαβής τους, με βάση τα τιμολόγια που έχουν εκδοθεί από τη μητρική εταιρία προς το υποκατάστημά της.
Εξάλλου, προκύπτουν περιπτώσεις παραλαβής ειδών με τη σύσταση παρακαταθήκης. Τα είδη αυτά παρακολουθούνται στα λογιστικά βιβλία του υποκαταστήματος σε λογαριασμούς τάξεως για πληροφοριακούς σκοπούς. Στην περίπτωση αυτή τα παραστατικά των παρακαταθηκών αναγράφουν τιμές αλλά αυτά τα εμπορεύματα δεν έχουν αγοραστεί – τιμολογηθεί και συνεπώς δεν συμμετέχουν στο λογιστικό αποτέλεσμα του υποκαταστήματος.
Επίσης ότι, σε άλλες περιπτώσεις παραλαμβάνονται είδη με τη σύσταση παρακαταθήκης, για το δειγματισμό αυτών, τα οποία περαιτέρω επιστρέφονται, χωρίς να έχουν τιμολογηθεί και να περιέλθουν στην κυριότητα της ελληνικής επιχείρησης, με την έκδοση σχετικού τιμολογίου.
3. Για την αντιμετώπιση των θεμάτων που προκύπτουν σε εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 17 του ν. 3833/2010 στις περιπτώσεις παραλαβής ειδών με σύσταση παρακαταθήκης, διευκρινίζονται τα ακόλουθα:
Η έννοια της παρακαταθήκης δεν ορίζεται από τις διατάξεις του Κ.Β.Σ. (Π.Δ. 186/1992), αλλά αντιμετωπίζεται ως συνώνυμη της φύλαξης. Η παρακαταθήκη ως έννοια ορίζεται από τον Α.Κ. και συγκεκριμένα σύμφωνα με το άρθρο 822 αυτού είναι σύμβαση με την οποία ο ένας από τους αντισυμβαλλόμενους (θεματοφύλακας) παραλαμβάνει από τον άλλο (παρακαταθέτη) προς φύλαξη κινητό πράγμα, με την υποχρέωση απόδοσής του όταν αυτό ζητηθεί.
Επομένως, εφόσον διακινούνται αγαθά με τη σύσταση «παρακαταθήκης», νοείται η αποστολή τους για φύλαξη και η επιστροφή τους «αυτούσιων» στον παρακαταθέτη – αποστολέα τους, όταν αυτό ζητηθεί από αυτόν και όχι η αποστολή με σκοπό την πώληση στο χρόνο που θα επιλέξει, ανάλογα με τις ανάγκες του, ο θεματοφύλακας.
Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Κ. (άρθρα 513 και επόμενα) δεν είναι νοητή η μεταβίβαση της κυριότητας κινητού πράγματος με την πώληση αυτού, πριν αποκτηθεί αυτή.
4. Ενόψει των ανωτέρω, εφόσον υφίσταται αποστολή εμπορευμάτων αλλοδαπής εταιρίας που παραλαμβάνονται από ημεδαπή εταιρία για «παρακαταθήκη» χωρίς να πληρούται ο εννοιολογικός προσδιορισμός της έννομης αυτής σχέσης κατά τα ανωτέρω (παρ. 3 του παρόντος), πρόκειται ουσιαστικά για αποστολή εμπορευμάτων με σκοπό την πώληση. Κατά συνέπεια ο χρόνος γένεσης της σχετικής φορολογικής υποχρέωσης είναι ο χρόνος παράδοσης των εν λόγω εμπορευμάτων από την αλλοδαπή εταιρία στην ημεδαπή, δεδομένου ότι, με βάση τα όσα προαναφέρθηκαν η τιμολόγησή τους πρέπει να προηγείται της παράδοσής τους με σκοπό την πώληση στους πελάτες της ημεδαπής εταιρίας.