Συνταγματικός χαρακτηρίστηκε ο «νόμος Κατρούγκαλου» ως προς το κεφάλαιο τόσο της σύστασης του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), όσο και της καταβολής των συντάξεων στους δημοσίους λειτουργούς και υπαλλήλους καθώς, σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δεν προσκρούει στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στις διατάξεις τους Συντάγματος.
Παράλληλα, οι δικαστές της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου παρέπεμψαν στο 3ο Τμήμα του ίδιου δικαστηρίου να κρίνει για την ορθότητα ή μη της αναλογίας μεταξύ μισθού ενέργειας και σύνταξης.
Την Ολομέλεια του Ε.Σ. απασχόλησε το επίμαχο θέμα μετά από προδικαστικό ερώτημα που είχε σταλεί από το 3ο Τμήμα του ίδιου δικαστηρίου (απόφαση 277/2019) που είχε κρίνει με οριακή πλειοψηφία. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δημοσιονομικού Δικαστηρίου, με πρόεδρο τον Ιωάννη Σαρμά και εισηγήτρια τη σύμβουλο Ευαγγελία Σεραφή, αρχικά έκρινε ότι είναι συνταγματικώς ανεκτή η σύσταση νομικού προσώπου ως Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, στον οποίο το κράτος αναθέτει επιτροπικώς τη διαχείριση της υποχρέωσης του Δημοσίου να καταβάλει τις συντάξεις. Όμως, ως απαραίτητη προϋπόθεση έθεσε το Ε.Σ. ότι το Δημόσιο δεν μπορεί να απεκδύεται της άμεσης υποχρέωσής του για καταβολή των συντάξεων, καθιστάμενο τρίτος.
Ακόμη, η Ολομέλεια του Ε.Σ. αποφάνθηκε και τα εξής:
1) Επί του ερωτήματος αν η ίδρυση Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης και η ανάληψη από αυτόν σύμφωνα με τον ν. 4387/2016 (όπως ισχύει σήμερα με τις τροποποιήσεις που δέχθηκε από το ν. 4670/2020) της υποχρέωσης καταβολής των συντάξεων στους δημοσίους λειτουργούς και υπαλλήλους παραβιάζει το Σύνταγμα, η κρίση του Ε.Σ. είναι ότι δεν υφίσταται ζήτημα αντισυνταγματικότητας των σχετικών ρυθμίσεων.
2) Επί του ερωτήματος αν με τον τρόπο χρηματοδότησης, ορισμού και υπολογισμού των συντάξεων των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, όπως ορίσθηκαν στον ν. 4387/2016, παραβιάζεται το Σύνταγμα ή υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες (ΕΣΔΑ), η κρίση του Ε.Σ. είναι ότι, εφόσον η σύνταξη που προκύπτει ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εύλογης αναλογίας, δεν τίθεται ζήτημα αντίθεσης των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων στο Σύνταγμα ή σε υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες και
3) Η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο 3ο Τμήμα, προκειμένου αυτό να κρίνει για το εύλογο της αναλογία μισθού ενέργειας και σύνταξης.
Η Ολομέλεια του Ε.Σ. θεώρησε δεδομένο ότι και στην ισχύουσα πλέον νομοθεσία αναγνωρίζεται η ύπαρξη ειδικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος. Περαιτέρω, έκανε δεκτό ότι το καθεστώς αυτό εντάσσεται στον ΕΦΚΑ για λόγους βιωσιμότητας του συστήματος και λογιστικής διαχείρισης και, τέλος, έκρινε ότι η σύνταξη που καταβάλλεται στους δημοσίους λειτουργούς και υπαλλήλους είναι συνέχεια του μισθού τους και όχι αναπλήρωση των αποδοχών ενεργείας.
Ακόμη, το δικαστήριο διαπιστώνει ότι η σύνταξη των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, όπως προκύπτει από τον υπολογισμό της με βάση τα δύο τμήματά της, την εθνική και την ανταποδοτική, άλλως αναλογική, σύνταξη, δεν αποδίδει κατά διαφανή τρόπο την εύλογη αναλογία, σε αντίθεση με το προϊσχύσαν καθεστώς.
Όμως, κατά την κρίση της Ολομέλειας του Ε.Σ., η έλλειψη διαφάνειας δεν στοιχειοθετεί αφ’ εαυτής παραβίαση του Συντάγματος. Τούτο, διότι, δεν είναι το διαφανές του ποσοστού αναλογίας που αποτελεί αυτό που συνθέτει την εύλογη αναλογία, αλλά το εύρος της απόστασης μεταξύ αποδοχών ενεργείας και συντάξεως, όπως αυτό μπορεί να προκύψει από την εφαρμογή των σχετικών ρυθμίσεων.
Κατόπιν αυτών, έκρινε ότι επαφίεται στον κοινό νομοθέτη να δώσει συγκεκριμένη αριθμητική αποτύπωση στις συνταγματικές απαιτήσεις της εύλογης αναλογίας μεταξύ αποδοχών ενεργείας και σύνταξης. Η αναλογία δε αυτή για τους χαμηλούς μισθούς πρέπει να είναι «όσο το δυνατόν εγγύτερα», για τους μέσους «να μην απομακρύνεται αισθητά» και για τους υψηλούς μισθούς «να μη στοιχειοθετεί ανατροπή του επιπέδου ζωής». Επαφίεται δε στον νομοθέτη να διαρρυθμίσει περαιτέρω τις βάσεις υπολογισμού ανάλογα με τα έτη υπηρεσίας, την κατηγορία, τον βαθμό, την ηλικία κ.λπ.