Κατά 1,5% αυξήθηκε πέρυσι το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού που έκανε χρήση υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, με τους περισσότερους Έλληνες πολίτες να ακολουθούν πλέον την ψηφιακή οδό για τις συναλλαγές τους με το Δημόσιο, ενώ την ίδια στιγμή αυξάνονται και οι online διαθέσιμες υπηρεσίες.
Συγκεκριμένα, τη χρονική περίοδο Απριλίου 2019 – Μαρτίου 2020, περισσότεροι από ένας στους δύο Έλληνες, (52,9%), ηλικίας 16 – 74 ετών, έκανε χρήση υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης για προσωπικούς λόγους. Το εξεταζόμενο διάστημα σημειώθηκε αύξηση 1,5% στο ποσοστό του πληθυσμού, που έκανε χρήση υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, σε σύγκριση με την περίοδο Απριλίου 2018 – Μαρτίου 2019.
Την αντίστοιχη περσινή περίοδο των ποσοστό των Ελλήνων, που χρησιμοποίησε το Internet για να διεκπεραιώσει συναλλαγές με το Δημόσιο, ήταν 52,1%. Έναν χρόνο νωρίτερα ανερχόταν σε 49,7%, ενώ σε σχέση με δέκα χρόνια πριν, το 2010, μόλις που άγγιζε το 15,8%. Σε απόλυτους αριθμούς, τα στοιχεία δείχνουν ότι ο διάστημα Απριλίου 2019 – Μαρτίου 2020 περισσότερα από 4 εκατ. Έλληνες πολίτες έκαναν χρήση υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης από 3,9 εκατ. έναν χρόνο νωρίτερα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα στοιχεία, τα οποία δημοσιοποίησε η Εθνική Στατιστική Αρχή τη χρονική περίοδο Απριλίου 2019 – Μαρτίου 2020, δεν ενσωματώνουν – ακόμη – τη μεγάλη άνοδο στη χρήση και στη διαθεσιμότητα online δημόσιων υπηρεσιών, που έχει σημειωθεί από τον Μάρτιο και μέχρι σήμερα, λόγω της πανδημίας Covid-19.
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, για όσους δεν απέστειλαν συμπληρωμένα έντυπα (π.χ. φορολογική δήλωση) μέσω Διαδικτύου, ενώ ήταν υπόχρεοι, καταγράφηκαν οι λόγοι για τους οποίους δεν τα απέστειλαν. Το 95,5% ανέφερε ότι η υποβολή των συμπληρωμένων εντύπων έγινε, για λογαριασμό τους, από άλλα πρόσωπα, όπως φοροτεχνικό, μέλος της οικογένειας, φίλο.
Από την άλλη, υπάρχει και ένα ποσοστό 11,3% που απαντά ότι δεν είχε τις γνώσεις για να χρησιμοποιήσει την ιστοσελίδα που χρειαζόταν, ενώ ένα ποσοστό 1,1% απάντησε ότι ανησυχεί για την προστασία και την ασφάλεια των προσωπικών τους δεδομένων.
Οι υπηρεσίες της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, που εξετάζει η Εθνική Στατιστική Αρχή, περιλαμβάνουν κάθε συναλλαγή των πολιτών με δημόσιες υπηρεσίες μέσω του Διαδικτύου, για προσωπική χρήση. Ειδικότερα, αφορούν συναλλαγές αναφορικά με υποχρεώσεις των πολιτών (φορολογική δήλωση), την έκδοση επίσημων εγγράφων (αστυνομική ταυτότητα, πιστοποιητικό γέννησης), υπηρεσίες εκπαίδευσης (δημόσιες βιβλιοθήκες, πληροφόρηση και εγγραφή σε σχολεία ή ανώτατα και ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα) και υπηρεσίες δημόσιας υγείας (προγραμματισμός ραντεβού, χορήγηση ιατρικών βεβαιώσεων, πιστοποιητικό νοσηλείας ή εξέτασης ασθενούς).
Υπενθυμίζεται ότι στη διάσταση των ψηφιακών δημόσιων υπηρεσιών, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 27η θέση στην Ε.Ε., αρκετά κάτω από τον μέσο όρο της Ένωσης, σύμφωνα με τα στοιχεία του DESI 2020 (σ.σ. αφορούν τις επιδόσεις της χώρας το 2019). Ωστόσο, η Ελλάδα κατέγραψε αύξηση 5,1 μονάδων κατά το προηγούμενο έτος, ακολουθώντας τη μέση αύξηση 5 μονάδων της Ε.Ε. Από την πλευρά της προσφοράς (όσον αφορά την παροχή διαδικτυακών δημόσιων υπηρεσιών), η Ελλάδα συνέχισε να σημειώνει πρόοδο το 2019, με 25/100 προσυμπληρωμένα έντυπα να είναι online διαθέσιμα, σε σύγκριση με 23/100 το 2018, αλλά παραμένει πολύ κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε.
Σημειώνεται τέλος ότι οαριθμός των χρηστών του Διαδικτύου, που είναι ενεργοί χρήστες υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, ανέρχεται σε 39% και εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλότερος από τον μέσο όρο του 67% στην Ε.Ε., παρά την αύξηση της τάξης του 3% το 2019.