Για την κρίση στην ευρωζώνη και την παγκόσμια οικονομική ύφεση μίλησε ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Δημήτρης Δασκαλόπουλος, στην τοποθέτησή του σε συζήτηση των συνεδριών Economist.
Σύμφωνα με τον κ. Δασκαλόπουλο το κόστος αυτής της κρίσης επεκτείνεται σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη.
«Οι εξελίξεις έδειξαν ότι η πολυφωνία και η ατολμία των κεντρικών ευρωπαϊκών ηγεσιών αποσταθεροποιεί την κοινοτική Ευρώπη και σε μια εποχή που μπαίνει ερωτηματικό για τη συνοχή της ευρωζώνης και για το μέλλον της Ευρώπης, είναι ένα μεγάλο θέμα ότι η Ευρώπη χρωστάει στους πολίτες της, στους οποίους έδωσε την υπόσχεση της ευημερίας και των κοινωνικών παροχών, να δώσει ένα καθαρό μήνυμα για το αν θα βρίσκεται σ’ αυτόν το δρόμο και στο μέλλον».
Επισημαίνει επίσης, ότι η Ελλάδα είναι ο πιο αδύναμος κρίκος, και «ταυτόχρονα, το μέλος με τις πιο σοβαρές παραβάσεις –οπότε και το πρώτο θύμα αυτής της ευρωπαϊκής ασάφειας και πολυφωνίας».
«Η κρίση έφερε τη χώρα μας αντιμέτωπη με την πρόκληση μιας ριζικής αλλαγής που ισοδυναμεί με ανάγκη εθνικής επιβίωσης. Ζητήθηκε μια τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή σε ασφυκτικές χρονικές προθεσμίες και αυτή αρχικά επετεύχθη –με σκληρά μέτρα τα οποία δοκίμασαν τις αντοχές της κοινωνίας μας.
Η μείωση του ελλείμματος κατά 5 μονάδες μέσα σ’ ένα χρόνο είναι ένα μοναδικό επίτευγμα το οποίο, μαζί με τις άλλες σημαντικές αλλαγές που έχουν δρομολογηθεί, συστηματικά υποβαθμίζεται και αποσιωπάται. Οι ίδιοι οι εταίροι μας φαίνεται να παραβλέπουν καμιά φορά πόσο βαρύ είναι το τίμημα αυτής της αναπόφευκτης ύφεσης, για μια κοινωνία που ξαφνικά υποχρεώνεται να ζει χωρίς τα δανεικά και τις επιδοτήσεις που το ευρωπαϊκό σύστημα της παρείχε αφειδώς μέχρι σήμερα».
«Χωρίς ανατροπές οι θυσίες των πολιτών θα αποδειχθούν μάταιες»
«Η δημοσιονομική προσαρμογή από μόνη της δεν φέρνει την αλλαγή. Η πραγματική αλλαγή θα προέλθει μέσα από τις διαρθρωτικές ανατροπές αυτών των στρεβλώσεων και αναχρονισμών που έχουν καθηλώσει την ελληνική οικονομία για δεκαετίες τώρα.
Χωρίς αυτές τις ανατροπές οι θυσίες των πολιτών θ’ αποδειχθούν μάταιες. Και η ολιγωρία –γιατί υπήρξε συνειδητή ολιγωρία και της κυβέρνησης και του πολιτικού συστήματος συνολικά– μπορεί ν’ αποδειχθεί μοιραία για το εθνικό μας μέλλον.
Το βλέπουμε αυτές τις μέρες, το βιώνουμε αυτές τις ώρες. Οι αναγκαίες τομές για τις οποίες μιλάμε, ήταν ήδη εθνική ανάγκη. Μόνο κατά συνθήκη έχουν σχέση με το μνημόνιο, την τρόικα, το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα. Είναι αλλαγές που όλοι έχουμε αναγνωρίσει ότι πρέπει να γίνουν. Αλλαγές που διασφαλίζουν πρώτιστα το μέλλον των Ελλήνων πολιτών –και όχι τα συμφέροντα των δανειστών μας.
Πληρώνουμε, λοιπόν, σήμερα, το κόστος αυτών που αμελήσαμε ή δεν τολμήσαμε.
– Δεν τολμήσαμε ή δεν θελήσαμε ν’ απελευθερώσουμε πλήρως τις αγορές και τα επαγγέλματα, που θα μείωνε τις τιμές και θα δημιουργούσε νέες θέσεις απασχόλησης.
– Δεν τολμήσαμε ή δεν θελήσαμε να υλοποιήσουμε ένα ευρύ πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων, που θα έσπαζε τ’ αναχρονιστικά κρατικά μονοπώλια και θα προσέλκυε νέες επενδύσεις και θα δημιουργούσε νέες ευκαιρίες γι’ ανάπτυξη και νέες δουλειές.
– Δεν τολμήσαμε ή δεν θελήσαμε ν’ αντιμετωπίσουμε τη μάστιγα της φοροδιαφυγής.
– Πάνω απ’ όλα, δεν τολμήσαμε ή δεν θελήσαμε να βάλουμε βαθιά το μαχαίρι στον όγκο του πελατειακού κράτους καταργώντας τις εκατοντάδες παραφυάδες του, που συντηρούνται από τον μόχθο και το υστέρημα της παραγωγικής οικονομίας.
– Δεν τολμήσαμε ή δεν θελήσαμε να περιορίσουμε τον κρατικό παρεμβατισμό, ώστε να απελευθερώσουμε την επιχειρηματική πρωτοβουλία από τα δεσμά που την καταπνίγουν.
Αυτές είναι οι διαρθρωτικές προκλήσεις που αποδεχθήκαμε στα λόγια, αλλά αποφύγαμε στην πράξη. Και αυτά είναι τα παλιά γνωστά νέα μέτρα που απαιτούνται. Όχι άλλοι φόροι και χαράτσια επί δικαίων και αδίκων.
Αποφεύγοντας αυτές τις μεταρρυθμίσεις δεν κοροϊδεύουμε τους δανειστές και εταίρους μας. Κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας και μεγιστοποιούμε, έτσι, το κόστος της αλλαγής και τις πιθανότητες της αποτυχίας μας.
Όπως φάνηκε, ούτε το πολιτικό μας σύστημα ήταν έτοιμο ούτε η κοινωνία μας προετοιμασμένη για ν’ αντιτάξει σ’ αυτήν την απειλή της κρίσης ένα συνειδητό μέτωπο εθνικής αλλαγής.
Χάθηκε, έτσι, πολύτιμος χρόνος και ο τόπος κατέληξε ν’ αντιμετωπίζεται με τεράστια δυσπιστία τόσο από τους εκπροσώπους όσο και από την κοινή γνώμη των χωρών της Ευρώπης. Μια δυσπιστία που μπορεί να είναι δικαιολογημένη σε ό,τι αφορά τους στεγνούς αριθμούς της προόδου, αλλά καταντά προσβλητικά απαξιωτική όταν εκφράζεται με γενικεύσεις, στερεότυπα και αφορισμούς.
Θέλω να πιστεύω ότι αυτό το στοίχημα για την Ελλάδα δεν έχει χαθεί. Το έλλειμμα που παρατηρείται στην πολιτική, αντισταθμίζεται από ένα δυναμικό πλεόνασμα που υπάρχει, και μπορεί ν’ αναζητηθεί, στην οικονομία και στην κοινωνία. Όσοι προσπαθούν να επιβιώσουν αναπαράγοντας το χθες, αδικούν υπαρκτές δυνάμεις που δουλεύουν, που παράγουν, που στοχεύουν ψηλά. Αδικούν την Ελλάδα. Την Ελλάδα που έχει τις αντικειμενικές δυνατότητες για μια νέα εθνική ανάπτυξη.
Πράγματι, όταν απομακρυνθεί το παραλυτικό φάσμα της χρεοκοπίας και όταν η ασφυκτική έλλειψη ρευστότητας μετατραπεί σε φυσιολογική οικονομική ροή, ο επιχειρηματικός κόσμος έχει πράγματι τις δυνατότητες να δράσει και να συνεισφέρει σημαντικά σ’ αυτή την ανάπτυξη.
Αυτή η πίστη μου δεν είναι μεταφυσική. Στοιχειοθετείται μέσα από την ολοκληρωμένη αναπτυξιακή μελέτη μας, που πρόσφατα εκπόνησε η διεθνούς κύρους εταιρεία συμβούλων McKinsey, με πρωτοβουλία του ΣΕΒ και της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών.
Πρόκειται για μια μελέτη που αναδεικνύει τις σημαντικές ευκαιρίες για επενδύσεις, απασχόληση και ανάπτυξη που προσφέρει και σήμερα η χώρα μας. Η μελέτη που προτείνει πάνω από 100 συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις και δράσεις, οι οποίες μπορούν να προσθέσουν πλούτο και νέες θέσεις εργασίας.
Με τη μελέτη αυτή ρίχνουμε ένα αισιόδοξο φως στην Ελλάδα του σήμερα και του αύριο. Προσφέρουμε ένα ολοκληρωμένο πλάνο δράσης σε όσους μπορούν, ακόμη, να δράσουν, έναν πλήρη οδικό χάρτη ανάπτυξης σε όσους επιμένουν, ακόμα, να βλέπουν μπροστά. Και προτείνουμε ουσιαστικά ένα εθνικό μετα-μνημόνιο που με τη δική μας βούληση και με τις δικές μας δυνάμεις μπορεί να μας βγάλει από την κρίση.
Θα μπορούσε γι’ αυτό ν’ αποτελέσει ένα πρόσφορο πεδίο για μια εφαρμοσμένη πολιτική και κοινωνική συναίνεση που θα έθετε τον νέο αναπτυξιακό ορίζοντα του τόπου υπεράνω των κομματικών και συντεχνιακών εγωισμών. Περιμένουμε ακόμη να δούμε αν οι υπεύθυνες δυνάμεις του πολιτικού συστήματος είναι σε θέση να υιοθετήσουν έμπρακτα έστω μέρος αυτών των προτάσεων, αποδεικνύοντας έτσι τη μεταρρυθμιστική τους ετοιμότητα.
Οι ακαταστάλακτες ακόμη εξελίξεις των τελευταίων ημερών θα πρέπει να πείθουν και τους πλέον δύσπιστους, όπως και τους πλέον αιθεροβάμονες, ότι η Ελλάδα σήμερα πρέπει να σπεύσει να ολοκληρώσει την προσπάθεια ανασυγκρότησής της ώστε να παραμείνει στο ευρωπαϊκό τρένο. Πιστεύω ότι η ευρωπαϊκή μας προοπτική πρέπει να διαφυλαχθεί με κάθε θυσία και πιστεύω ότι η Ελλάδα μπορεί ακόμα και σήμερα να σωθεί, αρκεί να πεισθεί και ν’ αποδείξει έμπρακτα ότι θέλει επιτέλους ν’ αλλάξει».