Η ατμοσφαιρική ρύπανση παραμένει η κύρια αιτία πρόωρων θανάτων σε ολόκληρη την Ευρώπη παρά την πρόοδο στη μείωση των εκπομπών, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύθηκαν τη Δευτέρα από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος (ΕΟΠ).
Συλλέγοντας δεδομένα από περισσότερους από 4.000 σταθμούς παρακολούθησης σε όλη την Ευρώπη, ο ΕΟΠ διαπίστωσε ότι εκτιμάται ότι 417.000 πρόωροι θάνατοι σε 41 ευρωπαϊκές χώρες το 2018 συνδέονται με επικίνδυναμικροσωματίδια. Η έκθεση για την ποιότητα του αέρα στην Ευρώπη – 2020(«Air quality in Europe — 2020 report») δείχνει ότι η Εσθονία, η Φινλανδία, η Ισλανδία και η Ιρλανδία ήταν οι μόνες τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες που είχαν συγκεντρώσεις λεπτών σωματιδίων (PM2,5) που ήταν χαμηλότερες από τις αυστηρότερες τιμές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ).
Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι πρόωροι θάνατοι το 2018 εκτιμώνταν σε 379.000 για τα ΡΜ2,5, 54.000 για τα ΝΟ2 και 19.400 για το Ο3, δηλαδή συνολικά 443.400. Ωστόσο, συνολικάστην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι εθνικές και τοπικές πολιτικές και οι μειώσεις εκπομπών έχουν βελτιώσει την ποιότητα του αέρα σε ολόκληρη την ήπειρο, με την έκθεση του ΕΟΧ δείχνει ότι περίπου 60.000 λιγότεροι άνθρωποι πέθαναν πρόωρα λόγω της ρύπανσης μικροσωματιδίων το 2018, σε σύγκριση με το 2009.
Από το 2000, οι εκπομπές βασικών ατμοσφαιρικών ρύπων, συμπεριλαμβανομένων των οξειδίων του αζώτου (NOx), που προέρχονται από τις μεταφορές, έχουν μειωθεί σημαντικά. Οι εκπομπές ρύπων από τον ενεργειακό εφοδιασμό έχουν επίσης μειωθεί σημαντικά, σε αντίθεση με τη μείωση των εκπομπών από τα κτίρια και τη γεωργία, η οποία σημειώνει αργή πρόοδο.Χάρη στη βελτίωση της ποιότητας του αέρα, οι πρόωροι θάνατοι εξαιτίας της ρύπανσης από λεπτά αιωρούμενα σωματίδια μειώθηκαν κατά 60.000 το 2018, σε σύγκριση με το 2009. Όσον αφορά το διοξείδιο του αζώτου, η μείωση είναι ακόμη μεγαλύτερη, καθώς οι πρόωροι θάνατοι μειώθηκαν κατά περίπου 54% την τελευταία δεκαετία.
Στην Ελλάδα το 2018, 11.800 πρόωροι θάνατοι θα μπορούσαν να αποδοθούν στα μικροσωματίδια (ΡΜ2,5), 3.000 στα οξείδια του αζώτου (ΝΟ2) και 650 στο όζον (Ο3) ή συνολικά 15.450. Η βελτίωση κατά την περίοδο 2009-2018 φαίνεται, σύμφωνα με την έκθεση, από το ότι το 2009 οι πρόωροι θάνατοι στη χώρα μας λόγω ρύπανσης του αέρα εκτιμώνταν αντίστοιχα σε 14.700 από μικροσωματίδια, σε 4.500 από οξείδια του αζώτου και σε 750 από όζον ή συνολικά σχεδόν 20.000.
Η έκθεση αναφέρει ότι, όσον αφορά το ποσοστό του αστικού πληθυσμού στην Ελλάδα που εκτίθετο σε ρύπους πάνω από τα ευρωπαϊκά όρια, ήταν μηδενικό όσον αφορά τα μικρότερα σωματίδια διαμέτρου έως δυόμισι εκατομμυριοστά του μέτρου ΡΜ2,5 (όριο τα 25 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα), 3,1% όσον αφορά τα μεγαλύτερα σωματίδια ΡΜ10 (όριο τα 50 μg/m3), 3,2% για τα οξείδια του αζώτου (όριο τα 40 μg/m3) και σχεδόν 96% για το όζον (όριο τα 120 μg/m3).
Όσον αφορά την σχέση της πανδημίας Covid-19 με την ποιότητα του αέρα, επιβεβαιώνονται προηγούμενες αξιολογήσεις που κατέδειξαν μείωση έως και 60% ορισμένων ατμοσφαιρικών ρύπων σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπου εφαρμόστηκαν μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας την άνοιξη του 2020. Ο ΕΟΠ δεν διαθέτει ακόμη εκτιμήσεις σχετικά με τις πιθανές θετικές επιπτώσεις του καθαρότερου αέρα στην υγεία για το 2020.
Τέλος, στην έκθεση επισημαίνεται ότι η μακροχρόνια έκθεση σε ατμοσφαιρικούς ρύπους προκαλεί καρδιαγγειακές και αναπνευστικές νόσους, οι οποίες έχουν προσδιοριστεί αμφότερες ως παράγοντες κινδύνου θανατηφόρου έκβασης σε ασθενείς με Covid-19. Τονίζεται, ωστόσο, ότι η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και της σοβαρότητας των λοιμώξεων από τη νόσο δεν είναι σαφής και απαιτείται περαιτέρω επιδημιολογική έρευνα.