Με την επέκταση του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων (Pandemic Purchase Emergency Program – PEPP) η Κριστίν Λαγκάρντ έκανε στην Ελλάδα δύο «δώρα», τη δυνατότητα αγοράς ομολόγων πάνω από 45 δισ. ευρώ αλλά και περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων με πιθανότητα περαιτέρω μείωσής τους.
Απαντώντας χθες σε ερώτηση αν η Ελλάδα μπορεί να βγει από το πρόγραμμα επειδή δεν έχει επενδυτική βαθμίδα, η επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας του Ευρώ ξεκαθάρισε ότι δεν υπάρχει τέτοιο θέμα: «Η Ελλάδα δεν πρόκειται να εξαιρεθεί από το PEPP επειδή δεν έχει “επενδύσιμα” ομόλογα. Δεν υπάρχει τέτοιο θέμα», είπε η Κριστίν Λαγκάρντ.
Τα δύο «δώρα» που έκανε στην Ελλάδα
Παράλληλα με την επέκταση των αγορών από τα 1,35 τρισ. στα 1,85 τρισ. ευρώ και της διάρκειας του προγράμματος μέχρι και τον Μάρτιο του 2022, προσφέρει στην Ελλάδα δύο πράγματα: Το πρώτο είναι με βάση την σταθμισμένη ποσόστωση με την οποία αγοράζει η ΕΚΤ από την δευτερογενή αγορά ελληνικά ομόλογα, η οροφή αυξάνεται από τα 33,3 δισ. στα 45,2 δισ. ευρώ, παρέχοντας ισόποση ρευστότητα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Το δεύτερο δώρο ειδικά για την Ελλάδα είναι ότι η επέκταση του προγράμματος μέχρι -τουλάχιστον- και τον Μάρτιο του 2022 δίνει στην χώρα μας χρόνο. Στον χρόνο αυτό, με τους κατάλληλους χειρισμούς η Ελλάδα μπορεί να πάρει από τους οίκους αξιολόγησης τις αναβαθμίσεις που χρειάζεται, για να εξασφαλίσει την λεγόμενη “επενδυτική βαθμίδα”. Μόλις γίνει αυτό η Ελλάδα μπορεί να συμμετέχει και στην ποσοτική χαλάρωση που θα διαδεχθεί το PEPP κάποια στιγμή μέχρι και το τέλος του 2022 διατηρώντας όλο αυτό το διάστημα χαμηλά επιτόκια δανεισμού. Από εκεί και πέρα, οι ελληνικές εμπορικές τράπεζες θα μπορούν να χρησιμοποιούν ως εγγύηση τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου χωρίς τις μεγάλες εκπτώσεις με τις οποίες γίνονται σήμερα δεκτά από την ΕΚΤ.
Χαμηλά έως αρνητικά επιτόκια ως το 2023
Ένα τρίτο σημαντικό δώρο για την Ελλάδα είναι η προαναγγελία της κ. Λαγκάρντ για διατήρηση των επιτοκίων στα σημερινά χαμηλά επίπεδα “ή και ακόμη χαμηλότερα” όπως επανέλαβε με νόημα τρεις φορές στην ομιλία της, σημειώνοντας ότι η ΕΚΤ θα προσαρμόζει συνεχώς τα εργαλεία της, με στόχο να φτάσει τα επίπεδο πληθωρισμού κοντά στο 2%.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η εγγύηση ενός περιβάλλοντος χαμηλών επιτοκίων για διάστημα τουλάχιστον 2 ετών είναι παραπάνω από πολύτιμη και για τις τράπεζες αλλά και για την πραγματική οικονομία, η οποία μετά τη δεκαετή οικονομική κρίση υποχρεώθηκε και στην κρίση που προκάλεσε ο κορωνοϊός.
Σταδιακά όσο τα επιτόκια δανεισμού των τραπεζών θα μειώνονται αυτό θα περνάει και στην πραγματική οικονομία.