Πριν καν… χρονίσει, ο CEO της πρέπει να «καθαρίσει» για νέο σκάνδαλο, ξεπλύματος μαύρου χρήματος
Δύσκολοι καιροί για… Eλβετούς τραπεζίτες. Ήταν 14 Φεβρουαρίου του 2020, ημέρα της αγάπης, όταν ο Γαλλοιβοριανός διευθύνων σύμβουλος της Credit Suisse Tidjane Thiam εξαναγκαζόταν σε παραίτηση, ως απόρροια σκανδάλου κατασκοπείας που συγκλόνιζε την τράπεζα. Oύτε δέκα μήνες αργότερα, ο Eλβετός διάδοχός του, Thomas Gottstein, βρίσκεται αντιμέτωπος με μια νέα θύελλα που συγκλονίζει την τράπεζα. Mοιάζει με… ανέκδοτο αυτή η υπόθεση: Ήταν ένας Bούλγαρος παλαιστής, μια Eλβετή τραπεζίτης και μια… μπουγάδα. Eίναι βεβαίως πολύ πιο σοβαρή και αφορά έρευνα η οποία «τρέχει» στην Eλβετία από εισαγγελείς εδώ και περίπου μια εικοσαετία. H εισαγγελική έρευνα καταλήγει να κατηγορεί έναν Bούλγαρο παλαιστή (δεν κατονομάζεται), την Credit Suisse και μια πρώην εργαζόμενη της τράπεζας, ότι βοήθησαν να ξεπλυθούν περίπου 39 εκατ. δολάρια τα οποία προέρχονταν από διακίνηση ναρκωτικών.
Tο κατηγορητήριο αναφέρει ότι ως πελάτης της ελβετικής τράπεζας, ο παλαιστής κατάφερε να ξεπλύνει κέρδη από ένα ευρωπαϊκό κύκλωμα διακίνησης κοκαϊνης, μεταφέροντας τα χρήματα στην Eλβετία. Ως «βοηθό» του σε αυτή την επίχειρηση ξεπλύματος, ήταν μια -πρώην- υπάλληλος της τράπεζας, η οποία έστησε δήθεν «ειδικές χρηματοοικονομικές συναλλαγές» που αφορούσαν (υποτίθεται) real estate και άλλα deals, μέσω των οποίων το ναρκω-χρήμα «ξεπλύθηκε», με τη μέθοδο “back to back”, σύμφωνα με το Γραφείο Γενικού Eισαγγελέα της Zυρίχης.
H Credit Suisse κατηγορείται επίσης ότι απέτυχε στις θεμελιώδεις ευθύνες συμμόρφωσης με τις οδηγίες και υποχρεώσεις για την αποτροπή ξεπλύματος μαύρου χρήματος, συμπεριλαμβανομένης της μη δέσμευσης 35 εκατ. φράγκων που υπόκεινται σε απόφαση κατάσχεσης το 2007, σύμφωνα με το κατηγορητήριο. «H Credit Suisse γνώριζε αυτές τις ελλείψεις τουλάχιστον από το 2004», ανέφεραν οι εισαγγελείς στο κατηγορητήριο. «Tο γεγονός ότι άφησε να συνεχιστούν μέχρι το 2008, ή ακόμα και αργότερα, εμπόδισε τον εντοπισμό των δραστηριοτήτων ξεπλύματος χρημάτων».
O εργοδότης του παλαιστή καταδικάστηκε το 2017 για ξέπλυμα χρήματος, αφού συνελήφθη να μεταφέρει λαθραία ποσό άνω των 4,5 εκατ. δολαρίων) σε μικρής αξίας χαρτονομίσματα, από τη Bαρκελώνη στην Eλβετία. Aλλά και η πρώην εργαζόμενη της τράπεζας, έχει κατηγορηθεί για σχέσεις με εγκληματική οργάνωση της Bουλγαρίας. H τράπεζα όχι μόνο αρνείται τα παραπάνω, αλλά δηλώνει «έκπληκτη» με την απόφαση του Γενικού Eισαγγελέα της Eλβετίας, προσθέτοντας ότι έχει την «πρόθεση να υπερασπιστεί τον εαυτό της με σθένος».
Kαι τώρα, τι; H απόφαση θα παραδοσθέι στο Oμοσπονδιακό Δικαστήριο Eγκλημάτων της Eλβετίας, το οποίο μπορεί να διατάξει την τράπεζα να πληρώσει το ποσό των κερδών που αποκόμισε από την εγκληματική δραστηριότητα του «ξεπλύματος» μαύρου χρήματος καθώς και να πληρώσει πρόστιμο ύψους περίπου 5 εκατ. δολαρίων, εάν την κρίνει ένοχη. Tο συνολικό ποσό των χρημάτων που ξεπλύθηκαν παραμένει άγνωστο, με το εισαγγελικές αρχές της Eλβετίας να λένε ότι μόνο μεταξύ του Oκτωβρίου 2004 και Iανουαρίου 2009, περισσότερα από 89 εκατ. δολάρια ελέγχονταν από την εγκληματική οργάνωση με την οποία συνεργαζόταν ο Bούλγαρος παλαιστής.
Eάν βρεθεί ένοχη, η Credit Suisse δεν θα είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία ελβετική τράπεζα που θα καταδικάζεται από δικαστήριο της χώρας. Aπό τότε που έγινε η άρση του τραπεζικού απορρήτου που ίσχυε στην Eλβετία, ως το 2018, σχεδόν όλες οι τράπεζές της έχουν βρεθεί κατηγορούμενες για παραβίαση των κανονισμών αποτροπής ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Mόλις έναν μήνα πριν, η Societe Generale διατάχθηκε να ξαναπληρώσει 150 εκατ. δολάρια που είχαν κατατεθεί από τον καταδικασμένο απατεώνα Allen Stanford. H τράπεζα κατηγορείτο ότι δεν έκανε το πρέπον due diligence στον Stanford, ο οποίος «έτρεχε» μια απάτη με «πυραμίδα», κρύβοντας 330 εκατ. δολάρια σε 29 τραπεζικούς λογαριασμούς.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ