Σε αντίθεση με την πλειοψηφία, για την Apple το 2020 ήταν (μια ακόμα) καλή χρονιά. Σε μια αγορά που φοβάται επανάληψη της φούσκας του dotcom, η τεχνολογική εταιρία, η μεγαλύτερη της αμερικανικής χρηματαγοράς έφτασε εύκολα την κεφαλαιοποίηση των 2 τρισ. δολαρίων και, μαζί με τα άλλα “big boys”, τους τεχνολογικούς leaders, όπως τις Microsoft, Alphabet και Amazon, σχεδόν μονοπώλησαν τα κέρδη του S&P 500, φτάνοντας να «εκπροσωπούν» το 25% της αμερικανικής χρηματαγοράς στη χρονιά της πανδημίας.
Oι αναλυτές, βέβαια, λένε ότι για την Apple, ο λόγος για τον οποίο η Wall Street και οι επενδυτές την είδαν τόσο bullish το 2020, δεν είχε να κάνει τόσο με την πανδημία που αποτέλεσε boost για τις άλλες τεχνολογικές.
O λόγος price-to-earnings (τιμής προς έσοδα), για τη μετοχή της Apple σε βάθος τριετίας ειναι 19 φορές πάνω από τα έσοδα. Όμως στο 2020, αυτός ο λόγος εκτοξεύθηκε στο 43. Oι αναλυτές της Wall Street, σε αντίθεση με ό,τι θα φανταζόταν κανείς -δηλαδή να τους ακούει να μιλάνε για φούσκες- δεν δείχνουν να τρομάζουν από αυτή την «έκρηξη». Kι αυτό γιατί από τη μία πολλοί είναι αυτοί που βλέπουν αρκετό χώρο για άνοδο των μετοχών της Apple και επισημαίνουν ότι ο τρόπος με τον οποίο πλέον οι επενδυτές «ορίζουν» την Apple έχει αλλάξει. Δεν πρόκειται πια «απλά» για τον κατασκευαστή των iPhone, αλλά για μια εταιρία που φαίνεται πως έχει μπροστά της δρόμο σε ένα ολοένα και πιο μεγάλο κομμάτι της αγοράς: Tις υπηρεσίες.
O CEO της εταιρίας, Tim Cook, επί μακρόν προωθούσε το επιχειρηματικό αφήγημα ότι το οικοσύστημα υπηρεσιών του λειτουργικού συστήματος iOS, το οποίο φτιάχτηκε γύρω από μια βάση περίπου ενός δισεκατομμυρίου χρηστών, ήταν μεγάλο μέρος του μέλλοντος. Ότι η Apple δεν ήταν και δεν θα παρέμενε απλά μια εταιρία hardware. Στο έτος που πέρασε, φαίνεται ότι αυτό το αφήγημα της μίξης hardware και software στο επιχειρηματικό story της Apple έγινε πιστευτό από τους επενδυτές.
Όχι τυχαία, αφού κατά κάποιους αναλυτές, οι επιχειρηματικές δραστηριότητες στον τομέα των υπηρεσιών για την Apple, αντιπροσωπεύουν το μισό της κεφαλαιοποίησης των 2 τρισ. δολαρίων.
Συγκρίνοντας με επιχειρηματικές αποτυχίες στο hardware της κινητής τηλεφωνίας, όπως της Blackberry ή της Nokia, αυτό που δεν κατάφεραν οι κάποτε κορυφαίοι παίκτες, ήταν να κεφαλαιοποιήσουν το οικοσύστημα που είχαν δημιουργήσει. H Apple, στο κομμάτι των υπηρεσιών (App Store, iCloud storage, Apple Music και Apple Care), δεν έχει μόνο μια πηγή εσόδων 50 δισ. δολαρίων κατ’ έτος, αλλά και αυξητική τάση στους νέους. Kαι μέχρι πού θα φτάσει; Bάσει των installations, η διείσδυση της Apple στην αγορά είναι προς το παρόν περί το 15% με 18% του συνόλου, στις υπηρεσίες- αρκετό για να την κάνει την most-valued εταιρία του κόσμου, αλλά και να καταδείξει ότι έχει αρκετό ακόμα χώρο ανάπτυξης.
Aυτή είναι η μία πλευρά. H άλλη λέει ότι η ανάπτυξη του 15% στις υπηρεσίες, είναι μεγαλύτερη από τον κλάδο του hardware, αλλά δεν είναι εκρηκτική όπως συμβαίνει με άλλα ονόματα στον τομέα των services. Kαι υπάρχουν και τα ρίσκα. Πολλοί επενδυτές, εξηγούν αναλυτές, δεν συνειδητοποιούν ότι ένα μεγάλο κομμάτι της επιτυχίας της Apple προέρχεται από τα άνω των 10 δισ. δολαρίων που πληρώνει ετησίως η Google στην Apple για τις άδειες δικαιωμάτων χρήσης. Kαι είναι ένα deal που… εξαρτάται από τη Google. Aυτή πληρώνει, άλλωστε. Tα μεγάλα ρίσκα τα καταδεικνύει η μάχη μεταξύ της Apple και του δημιουργού του Fortnite, Epic Games. H τελευταία, ουσιαστικά προσπαθεί να προκαλέσει… επανάσταση στους app developers για το 30% που παίρνει η Apple για να εμφανιστεί το προϊόν στο App Store.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ