Εμπροσθοβαρή αναγνώριση ζημιών και ταχεία εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών μέσω συστημικών λύσεων, όπως έχει προτείνει η Κομισιόν όπου περιλαμβάνεται η πρόταση για εθνικό δίκτυο “κακών τραπεζών”, συστήνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Handelsblatt.
Προειδοποιεί μάλιστα ότι οι προβλέψεις που έχουν ληφθεί μέχρι σήμερα από τις ευρωπαϊκές τράπεζες μπορεί να μην είναι αρκετές σε σχέση με τις πραγματικές ζημιές.
Στο άρθρο του επικαλείται τους κινδύνους και τις πιθανές ζημιές από μη εξυπηρετούμενα δάνεια λόγω πανδημίας που μπορεί να απειλήσουν και τους δανειολήπτες, κυρίως επιχειρήσεις, εάν οι διαδικασίες αναδιάρθρωσης κόκκινων δανείων και οι μεταρρυθμίσεις όπως στο πτωχευτικό δίκαιο καθυστερούν.
Να αντλήσουμε διδάγματα από τις προηγούμενες κρίσεις
Σύμφωνα με τον Γιάννη Στουρνάρα, στοιχεία από διάφορα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ με υψηλό δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) υποδηλώνουν ότι μια παρατεταμένη διαδικασία αναδιάρθρωσης των ΜΕΔ σε συνδυασμό με καθυστερήσεις στην υλοποίηση θεσμικών μεταρρυθμίσεων, π.χ. στον τομέα του πλαισίου αφερεγγυότητας και του πτωχευτικού δικαίου, θα μειώσει τα ποσοστά ανάκτησης των ΜΕΔ και τελικά θα απειλήσει τη βιωσιμότητα των συναφών δανειοληπτών, ιδίως στην περίπτωση των επιχειρήσεων.
Συνεπώς, πρέπει να αντλήσουμε διδάγματα από τις προηγούμενες κρίσεις και να αναλάβουμε ενέργειες που θα διευκολύνουν την εμπροσθοβαρή (frontloaded) αναγνώριση των ζημιών λόγω πιστωτικού κινδύνου, καθώς και την ταχεία εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών μέσω συστημικών λύσεων, όπως αυτές που περιλαμβάνονται στη σχετική ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 16ης Δεκεμβρίου 2020.
Όπως αναφέρει ο Έλληνας κεντρικός τραπεζίτης, η ΕΚΤ εκτιμά, σύμφωνα με ένα δυσμενές, αλλά ευλογοφανές σενάριο, ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) των τραπεζών της ζώνης του ευρώ είναι δυνατόν να ανέλθουν σε έως και 1,4 τρισ. ευρώ.
Αυτές οι ζημίες λόγω πιστωτικού κινδύνου αναμένεται να συνδυαστούν με αδύναμη κερδοφορία στον τραπεζικό τομέα της ζώνης του ευρώ, λειτουργώντας περιοριστικά για το σχηματισμό προβλέψεων έναντι του πιστωτικού κινδύνου και την ταχεία αναγνώριση ζημιών. Με βάση την εμπειρία μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και την ευρωπαϊκή κρίση δημόσιου χρέους, η ανεπαρκής κάλυψη των δανείων από προβλέψεις και οι περιορισμένες δυνατότητες εντός των τραπεζών για επιτυχή ρύθμιση των προβληματικών δανείων θα μπορούσαν να επιβραδύνουν τη διευθέτηση του ιδιωτικού χρέους. Και τελικά αυτή η αλυσίδα γεγονότων θα μπορούσε να λειτουργήσει ανασχετικά στην πιστωτική επέκταση και να υπονομεύσει την οικονομική ανάκαμψη.
Μέτρα για ταχεία εξυγίανση τραπεζικών ισολογισμών
Αναλύοντας το θέμα «οικονομική ανάκαμψη και ποιότητα στοιχείων ενεργητικού την επαύριο της πανδημίας», ο Γιάννης Στουρνάρας στο άρθρο του σημειώνει ότι οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν στη ζώνη του ευρώ κατά τη διάρκεια της πανδημίας οφείλονται κυρίως στα μέτρα νομισματικής πολιτικής που υιοθετήθηκαν. Αυτά τα μέτρα, μαζί με τις δημοσιονομικές πολιτικές στήριξης της οικονομίας, έχουν μετριάσει τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης. Επίσης, οι τράπεζες λειτουργούν σε ένα πιο ευνοϊκό περιβάλλον, ως αποτέλεσμα της σημαντικής χαλάρωσης των εποπτικών απαιτήσεων. Ωστόσο, με τη λήξη των μέτρων αναστολής πληρωμής δόσεων δανείων και τη σταδιακή άρση των δημόσιων προγραμμάτων στήριξης στη φάση της ανάκαμψης μετά την πανδημία, είναι πιθανόν να προκύψει ένας σημαντικός όγκος μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις προβλέψεις, αναμένεται συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η επιδείνωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών φαίνεται αναπόφευκτη.
Ο διοικητής της ΤτΕ επισημαίνει μάλιστα ότι κατά το πρώτο εξάμηνο του 2020 οι τράπεζες της ευρωζώνης σχημάτισαν σημαντικά αυξημένες προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο, οι οποίες ανήλθαν σε 0,76% επί του υπολοίπου των ενήμερων δανείων σε ετησιοποιημένη βάση. Ωστόσο, αυτό το ποσοστό είναι πιθανόν να υπολείπεται των πραγματικών συνολικών ζημιών. Επιπλέον, υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη παραγωγής αξιόπιστων και διαφανών χρηματοοικονομικών δεδομένων των τραπεζών, διατηρώντας παράλληλα ευνοϊκές προοπτικές για την πρωτογενή έκδοση ομολόγων στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές.