Την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ εντός του 2021 προτείνει το Ινστιτούτο Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ).
Συγκεκριμένα, όπως ανέφεραν ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος και ο Επιστημονικός Δ/ντής του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ και Καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ, Γιώργος Αργείτης, μιλώντας σε διαδικτυακή εκδήλωση, ο κατώτατος μισθός πρέπει να ανέλθει στα 751 ευρώ και, στη συνέχεια, να προσαρμοστεί στο 60% του διάμεσου ακαθάριστου μισθού πλήρους απασχόλησης, βάσει των στοιχείων του ΟΟΣΑ, δηλαδή στα 809 ευρώ.
Σύμφωνα με τον κ. Αργείτη, ο σημερινός κατώτατος μισθός δεν μπορεί να θεωρηθεί μισθός αξιοπρεπούς διαβίωσης, ενώ καθίσταται απολύτως αναγκαία η άμεση αύξησή του.
Όπως σημείωσε, “παρά το γεγονός ότι οι συνέπειες της πανδημικής κρίσης ήταν οριζόντιες, 17 κράτη μέλη της ΕΕ έχουν ήδη αυξήσει τον κατώτατο μισθό από την 1/1/2021, 3 κράτη μέλη τον διατήρησαν σταθερό στο ύψος του 2020, ενώ μόνο στην Ελλάδα οι διαπραγματεύσεις αναβλήθηκαν την προηγούμενη χρονιά και ο κατώτατος μισθός εξακολουθεί να είναι παγωμένος στο ύψος του 2019. Επίσης, από τις 17 χώρες που αύξησαν τον κατώτατο μισθό το 2021, οι 14 τον είχαν αυξήσει και το 2020 σε σχέση με το 2019. Παράλληλα, ανάμεσα στις χώρες που διατήρησαν την 1η Ιανουαρίου του 2021 τον κατώτατο μισθό σταθερό σε σχέση με την 1η Ιανουαρίου του 2020 – η Εσθονία και η Ισπανία – είχαν ήδη αυξήσει τον ωριαίο κατώτατο μισθό σε σχέση με το 2019 κατά 8,15% και 5,55%”.
Μεταξύ άλλων, ο κ. Αργείτης τόνισε ότι η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα είναι η 5η χαμηλότερη σε όλη την ΕΕ.
Με βάση την πρόταση του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, “προκειμένου να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα της επίδρασης του κατώτατου μισθού στην οικονομική και την κοινωνική σταθερότητα και ανάπτυξη είναι αναγκαία τα εξής (ILO, 2020):
– Η επέκταση της νομικής προστασίας, έτσι ώστε να αυξηθεί η πρόσβαση των εργαζομένων σε προστασία με τη μορφή του κατώτατου μισθού.
– Η ενίσχυση των υπηρεσιών επιθεώρησης εργασίας και η λήψη μέτρων για την προώθηση της συμμόρφωσης των εργοδοτών με τη νομοθεσία περί κατώτατου μισθού.
– Ο προσδιορισμός ενός επαρκούς επιπέδου κατώτατου μισθού που θα διασφαλίζει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους.
Καθώς το ύψος του κατώτατου μισθού είναι σημαντικός προσδιοριστικός παράγοντας της αποτελεσματικότητας της επίδρασής του, αποτελεί βασικό αίτημα της ΓΣΕΕ να επανέλθει η θεσμική διαμόρφωση του κατώτατου μισθού στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, καθώς η διαβούλευση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων είναι κρίσιμης σημασίας για την αποδοχή του τελικού προσδιορισμού του ύψους του, την ενίσχυση της κοινωνικής και εργασιακής ειρήνης και, τελικά, τη συμμόρφωση, που θα επιτρέψει την αύξηση της αποτελεσματικότητας των θετικών του επιδράσεων”.
Συμπερασματικά, το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ τονίζει ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού και η εξασφάλιση ενός επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης πρέπει να αποτελέσουν πρωταρχικό στόχο της οικονομικής πολιτικής της χώρας μας, “καθώς με αυτόν τον τρόπο θα ενισχυθεί η οικονομική και η κοινωνική σταθερότητα και ανάπτυξη, θα βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης για ένα σημαντικό τμήμα εργαζομένων και θα μειωθεί η ανασφάλεια και η επισφάλεια που διακρίνει σήμερα την αγορά εργασίας”. “Η πρόσβαση των εργαζομένων σε ευκαιρίες απασχόλησης και σε κατώτατους μισθούς αξιοπρεπούς διαβίωσης είναι ουσιαστικής σημασίας για τη διατηρησιμότητα μιας βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς οικονομικής ανάκαμψης” υπογραμμίζει το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ.