Την ισχυρή πεποίθηση ότι η ελληνική οικονομία θα ανακάμψει με ταχείς και υψηλούς ρυθμούς εκφράζει ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ, στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα της Κυριακής» κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα με αφορμή το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.
Εκτιμά ότι η χώρα θα ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα και ότι τα επιτόκια δανεισμού μπορεί να υποχωρήσουν κι άλλο, ενώ μεταφέρει την αισιοδοξία ξένων επενδυτών, θέτει όμως ως προϋπόθεση την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων.
Επιπλέον, σημειώνει ότι η κρίσιμη παράμετρος στο εξής θα είναι η βιωσιμότητα του χρέους και προαναγγέλλει τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας.
Την ίδια στιγμή, δεν κρύβει την ανησυχία του για τη χαμηλή συμμετοχή του τραπεζικού συστήματος στη χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα και υπογραμμίζει ότι για την ελληνική οικονομία ισχύει το «τώρα ή ποτέ».
Ο κ. Ρέγκλινγκ ερωτηθείς για τις επιπτώσεις της πανδημίας στην ΕΕ και στην άνοδο του χρέους, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, τονίζει μεταξύ άλλων ότι «υπάρχουν αδυναμίες ως αποτέλεσμα του υψηλού χρέους, όμως υπάρχουν και θετικοί παράγοντες οι οποίοι θα βοηθήσουν την Ελλάδα να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις».
Και εξηγεί: «Ο ένας είναι η διάρθρωση του ελληνικού χρέους: το 55% είναι οφειλές προς τον EFSF και τον ESM και εξ αυτού του λόγου έχει αξιολόγηση ΑΑΑ. Ένας άλλος παράγων είναι το ειδικό πακέτο ευρωπαϊκών κονδυλίων, το μεγαλύτερο που έχει συμφωνηθεί ποτέ, για τη χρηματοδότηση δημοσίων επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων την προσεχή πενταετία. Σε όρους ΑΕΠ η Ελλάδα θα λάβει το μεγαλύτερο μερίδιο, άρα θα έχει τη μεγαλύτερη στήριξη. Αυτό είναι ορθό και πολύ θετικό, καθώς ήταν ξεκάθαρη η απόφαση να βοηθηθούν οι χώρες οι οποίες δέχθηκαν τα μεγαλύτερα πλήγματα σε αυτή την κρίση. Είναι ένα σαφές δείγμα αλληλεγγύης». Προσέθεσε ότι «συνεπώς, αυτό το πακέτο είναι σημαντικό, όμως την ίδια στιγμή είναι μία πρόκληση, επειδή πρέπει να αξιοποιηθεί αποτελεσματικά και να υλοποιηθεί σωστά».
Συνεχίζοντας, ο Κλ. Ρέγκλινγκ διευκρίνισε ότι «δεν υπάρχει σύγκριση με την κρίση της προηγούμενης δεκαετίας όπου έπρεπε να διορθωθούν πολύ σοβαρές μακροοικονομικές ανισορροπίες». «Σήμερα δεν έχουμε σε καμία περίπτωση αυτό το πρόβλημα. Δεν υπήρχαν μακροιοκονομικές ανισορροπίες στην Ελλάδα το 2019. Αντιθέτως, η δημοσιονομική κατάσταση ήταν πολύ ισχυρή. Ήταν η τρίτη χρονιά στη σειρά με δημοσιονομικό πλεόνασμα, ενώ το πρωτογενές πλεόνασμα της χώρας το 2019 ήταν πάνω από τους στόχους» σημείωσε και προσέθεσε:
«Επιπλέον πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι δύο στοιχεία θα καθορίσουν την βιωσιμότητα του χρέους τις επόμενες δεκαετίες: οι ρυθμοί ανάπτυξης και το ύψος των επιτοκίων. Οι ρυθμοί ανάπτυξης θα επηρεαστούν θετικά από το NextGenerationEU και θα ενισχυθούν περαιτέρω, αν επιταχυνθούν οι μεταρρυθμίσεις και αυξηθούν οι δημόσιες επενδύσεις. Η κυβέρνηση και η Επιτροπή εκτιμούν ότι έτσι θα προστεθούν επτά ποσοστιαίες μονάδες στην ανάπτυξη τα επόμενα 5 – 6 χρόνια. Κάποιοι αναλυτές εκτιμούν μάλιστα ότι η θετική επίδραση μπορεί να είναι ακόμη μεγαλύτερη, άρα μπορεί να έχουμε ευχάριστες εκπλήξεις.
»Πέρα από αυτό, προτού αρχίσουν οι εισροές των ευρωπαϊκών κονδυλίων, θα υπάρχει μία εκτίναξη της οικονομικής δραστηριότητας. Η τελευταία πρόβλεψη της επιτροπής είναι για ρυθμούς 4,1% εφέτος και 6,1% το 2022, ενώ η ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια θα είναι άνω του μέσου όρου. Σε ό,τι αφορά τα επιτόκια, οι ορθές πολιτικές εξασφαλίζουν την εμπιστοσύνη των αγορών και αυτή με τη σειρά της θα οδηγήσει σε μείωση των ελληνικών spreads, τα οποία έχουν ούτως ή άλλως υποχωρήσει πολύ τα τελευταία χρόνια. Με τις σωστές μεταρρυθμίσεις θα παραμείνουν χαμηλά ή και θα μειωθούν ακόμη περισσότερο».