Η επίσκεψη του Γερμανού υπουργού Οικονομικών, Φίλιπ Ρέσλερ, οι ευκαιρίες, αλλά και τα προβλήματα για ξένους επενδυτές στην Ελλάδα, σχολιάζονται εκτενώς σήμερα στον γερμανόφωνο Τύπο.
«Επίσκεψη με καρότο και μαστίγιο» χαρακτηρίζει την αποστολή Ρέσλερ η ηλεκτρονική έκδοση του περιοδικού «Der Spiegel» και εξηγεί: «Η κρίση χρέους ασφαλώς παίζει ρόλο στο ταξίδι αυτό και θα συζητηθεί (…) Όμως για τον Ρέσλερ άλλος είναι ο σκοπός του ταξιδιού: να διερευνήσει κατά πόσον μπορεί να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Εκατοντάδες Έλληνες επιχειρηματίες ήρθαν την Πέμπτη το βράδυ στο ελληνογερμανικό οικονομικό φόρουμ της Βουλιαγμένης. Πολλοί από αυτούς αντιμετωπίζουν ένα πρόβλημα αυτή την εποχή: Λόγω της ευρωκρίσης και της υπερχρέωσης της χώρας τους δεν έχουν πρόσβαση σε κεφάλαια για να προχωρήσουν σε επενδύσεις. Γι αυτό αναζητούν επαφές με Γερμανούς συνεταίρους, που διαθέτουν οικονομική επιφάνεια».
«Ο κ. Πτώχευση φέρνει επενδυτές» τιτλοφορεί το δικό της ρεπορτάζ η Frankfurter Allgemeine. Τους φέρνει όμως πράγματι; Η εφημερίδα σημειώνει: «Για να είναι συμφέρουσες οι επενδύσεις στην Ελλάδα, πρέπει να αυξηθεί η παραγωγικότητα της χώρας. Ο δρόμος γι αυτό είναι μακρύς και περνάει μέσα από οδυνηρές περικοπές μισθών. Για παράδειγμα, σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας για το 2008, τελευταίο έτος πριν από την κρίση, στην Ελλάδα ο μέσος μισθός ανερχόταν σε 1.727 ευρώ. Στη Βουλγαρία, τον βόρειο γείτονα της Ελλάδας και μέλος της Ε.Ε. από το 2007, το αντίστοιχο ποσό είναι 265 ευρώ. Η Ελλάδα θα πρέπει να αναπτύξει ένα ιδιαίτερο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για να αντισταθμίσει αυτή τη διαφορά και μέχρι στιγμής δεν το έχει κάνει».
Η εφημερίδα Generalanzeiger της Βόννης γράφει: «Η γερμανική οικονομία πρέπει να βοηθήσει τους Έλληνες να αναπτύξουν κυρίως τη βιομηχανία ηλιακής ενέργειας. Πρόκειται για έναν από τους λίγους κλάδους που μπορούν να τροφοδοτήσουν την οικονομική ανάπτυξη. Αλλά ο εκσυγχρονισμός των παρωχημένων σήμερα δικτύων στοιχίζει δισεκατομμύρια, τα οποία η Αθήνα δεν διαθέτει».
Τις δυσκολίες του εγχειρήματος αναφέρει η εφημερίδα «Tagesspiegel» του Βερολίνου: «Οι Γερμανοί επιχειρηματίες είναι επιφυλακτικοί, αναλογιζόμενοι το δυσμενές επενδυτικό κλίμα και τις περίπλοκες διαδικασίες έγκρισης στην Ελλάδα. Για παράδειγμα η εταιρεία που διαχειρίζεται το αεροδρόμιο της Αθήνας χρειάστηκε δεκαοκτώ μήνες για να κατασκευάσει τη δική της μονάδα φωτοβολταϊκών που τέθηκε πρόσφατα σε λειτουργία, αλλά η διαδικασία για την έγκρισή της πήρε τρισήμισυ χρόνια. Γερμανοί επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται ήδη στην Ελλάδα εκφράζουν παράπονα για τη διαφθορά, τις ασάφειες της νομοθεσίας, το φορολογικό δίκαιο που συνεχώς αλλάζει και την ασυνέπεια του κράτους στις πληρωμές».
Σε αυτό επιμένει και η Rheinische Post του Ντύσσελντορφ: «Πριν φτάσει στην Αθήνα ο Ρέσλερ είχε απευθύνει μομφές προς την ελληνική κυβέρνηση, λέγοντας ότι το επενδυτικό κλίμα παραμένει θολό, εφ’ όσον το κράτος δεν τακτοποιεί ανοιχτούς λογαριασμούς. ‘Με αυτά τα δεδομένα δεν μπορεί κανείς να προτείνει στις γερμανικές επιχειρήσεις να επενδύσουν στην Ελλάδα’ είπε ο Ρέσλερ. Η Deutsche Telekom, η Siemens και η BASF είναι μερικές από τις επιχειρήσεις, που έχουν λαμβάνειν από την Αθήνα» υποστηρίζει η εφημερίδα.
«Αλματώδης αύξηση στα έσοδα της Ελλάδας» τιτλοφορεί την ανταπόκρισή της από την Αθήνα η εφημερίδα Neue Zürcher Zeitung της Ζυρίχης. Και εξηγεί: «Η έκκληση του ‘υπουργού Οικονομικών στον πατριωτισμό των πολιτών φαίνεται ότι απέδωσε καρπούς: Πολλοί Έλληνες πλήρωσαν εγκαίρως και καθ΄ολοκληρίαν τη νέα εισφορά αλληλεγγύης. Στην Ελλάδα τα δημόσια έσοδα τον μήνα Σεπτέμβριο σημείωσαν αλματώδη άνοδο της τάξεως του +10,65%. Οι Έλληνες φορολογούμενοι φαίνονται αποφασισμένοι να συνεισφέρουν στη σωτηρία της χώρας».
Η μεγαλύτερη εφημερίδα της Ζυρίχης φιλοξενεί και άλλα ρεπορτάζ για την Ελλάδα: για τους νέους ανθρώπους που εγκαταλείπουν τη χώρα, προσπαθώντας να αποφύγουν την ανεργία και το πελατειακό σύστημα, αλλά και για την αβελτηρία της δημόσιας διοίκησης και του πολιτικού προσωπικού στη χώρα. Ο συνεργάτης της εφημερίδας Τόμας Φούστερ αναφέρει: «Είναι προφανές ότι η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ, που ελάχιστα διέφεραν στην αντίληψή τους περί πελατειακής αντίληψης του κράτους και χρησιμοποιούσαν συστηματικά τον δημόσιο τομέα για να βολεύουν τους δικούς τους, ευθύνονται εξίσου για το σημερινό μπέρδεμα. Κι όμως, εξακολουθούν να αναλώνονται σε αλληλοκατηγορίες.
Η πολιτική γίνεται αντιληπτή ως παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος: Για να κερδίσει ο ένας, πρέπει να χάσει ο άλλος. Η επιδίωξη συναίνεσης φαίνεται να μην ταιριάζει στο σύστημα. Θεωρείται προσωπική μείωση η αναζήτηση συμβιβαστικής λύσης».