Η προβλεπόμενη ισχυρή αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα 5 χρόνια εκτιμάται ότι δεν θα χαρακτηριστεί από παρατεταμένα υψηλά ελλείμματα, όπως συνέβη τη δεκαετία του 2000, αλλά από σταδιακή προσαρμογή και εξομάλυνση των τρεχουσών ανισορροπιών, αναφέρει στην εβδομαδιαία έκθεσή της “7 Ημέρες Οικονομία” η Eurobank, επισημαίνοντας από ποιους παράγοντες θα εξαρτηθεί αυτό.
Όπως αναφέρει, σύμφωνα με τις προβλέψεις της κυβέρνησης στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2022-2025, η ελληνική οικονομία αναμένεται να μεγεθυνθεί με έναν μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 4,3% την πενταετία 2021-2025 (5,5% σε τρέχουσες τιμές). Η εν λόγω επίδοση ισοδυναμεί με σωρευτική αύξηση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας κατά 23,5% (30,5% σε τρέχουσες τιμές). Σε όρους επιπέδων, το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα προβλέπεται να αυξηθεί στα €208,1 δισ. το 2025 (€216,5 δισ. σε τρέχουσες τιμές) από €168,5 δισ. το 2020 (€165,8 δισ. σε τρέχουσες τιμές).
Η τελευταία φορά που η ελληνική οικονομία κατέγραψε παρόμοια σωρευτική μεγέθυνση σε ποσοτικούς όρους ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 2000 μετά την είσοδό της στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ). Ως γνωστόν, σε ποιοτικούς όρους, η προαναφερθείσα μακροοικονομική επίδοση χαρακτηρίστηκε από έντονες και παρατεταμένες ανισορροπίες, υπό τη μορφή υψηλών ελλειμμάτων στα ισοζύγια της γενικής κυβέρνησης και των εξωτερικών συναλλαγών. Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση 2007-2008 πυροδότησε την ελληνική κρίση χρέους με τα γνωστά αποτελέσματα σε όρους δημοσιονομικής προσαρμογής, απωλειών εισοδήματος και απασχόλησης.
Έπειτα από τη σχετικά ισχνή ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 2017-2019 (μέσος ετήσιος πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης 1,6%), τα δίδυμα ελλείμματα επέστρεψαν το 2020, έστω και με διαφορετικό τρόπο σε σχέση με το παρελθόν, με τις καθαρές εξαγωγές να διαμορφώνονται στο -6,9% του ΑΕΠ (-0,7% το 2019) και το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης στο -9,7% του ΑΕΠ (1,1% το 2019).
Η διαταραχή του κορονοϊού COVID-19 οδήγησε σε υπέρμετρα μεγάλη συρρίκνωση των εξαγωγών (κυρίως λόγω της μείωσης των τουριστικών εισπράξεων), ενώ τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης αποτυπώθηκαν σε αύξηση των δημοσίων δαπανών στο 60,7% του ΑΕΠ το 2020 από 47,9% το 2019 (τα δημόσια έσοδα ανήλθαν στο 51,0% του ΑΕΠ το 2020 από 49,0% το 2019).
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΜΠΔΣ 2022-2025, οι τρέχουσες ανισορροπίες της ελληνικής οικονομίας αναμένεται σταδιακά να εξαλειφθούν. Οι καθαρές εξαγωγές εκτιμώνται στο -1,4% του ΑΕΠ το 2025 και το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης σε πλεόνασμα 1,4% του ΑΕΠ το 2025 (3,7% σε όρους πρωτογενούς αποτελέσματος). Δηλαδή, η προβλεπόμενη ισχυρή αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα 5 χρόνια εκτιμάται ότι δεν θα χαρακτηριστεί από παρατεταμένα υψηλά ελλείμματα, όπως συνέβη τη δεκαετία του 2000, αλλά από σταδιακή προσαρμογή και εξομάλυνση των τρεχουσών ανισσοροπιών. Η επαλήθευση αυτού του σεναρίου προϋποθέτει την άνοδο των εξαγωγών, των επενδύσεων, της αποταμίευσης, της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας.
Τα διδάγματα και η συσσώρευση γνώσης (στο πεδίο της οικονομικής έρευνας) από την εμπειρία της ελληνικής οικονομίας στις δεκαετίες του 2000 και του 2010 θα είναι χρήσιμο να λαμβάνονται υπ’ όψιν σε όλα τα στάδια εφαρμογής του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.