Σοβαρές αντιρρήσεις σε σειρά διατάξεων του νομοσχεδίου για την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εκφράζει ο σύλλογος των εργαζομένων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς σε επιστολή του προς το υπουργείο Οικονομικών και το Πρωθυπουργικό Γραφείο.
Από τη μία πλευρά ασκείται κριτική για τον τρόπο που λειτούργησε η αρμόδια επιτροπή στη Βουλή για το νομοσχέδιο, καθώς όπως επισημαίνεται «δε διακρινόταν για τη διαφάνεια διαλόγου και ανάλυσης της σκοπιμότητας κατάρτισης διατάξεων, οι οποίες εμφανίζονταν αιφνιδιαστικά και γίνονταν αποδεκτές από την πλειοψηφία των μελών, πλην των εκπροσώπων της ΕΚ».
Από την άλλη, γίνεται λόγο για προβληματικές διατάξεις που αντιβαίνουν το κοινοτικό δίκαιο και αποδυναμώνουν την ανεξαρτησία της ΕΚ.
Μάλιστα, πηγές από το σύλλογο των εργαζομένων αναφέρουν ότι η πρόεδρος της Επιτροπής Βασιλική Λαζαράκου στηρίζει τις θέσεις του.
Οι εργαζόμενοι στην επιστολή τους ασκούν σκληρή κριτική στον τρόπο λειτουργίας της αρμόδιας επιτροπής σημειώνοντας στην επιστολή:
• Ο τρόπος λειτουργίας της επιτροπής, της οποίας ο αριθμός συνεδριάσεων ήταν ελάχιστος για τη σημαντικότητα του υπό επεξεργασία εγχειρήματος, έθετε ερωτηματικά ως προς την επάρκεια επεξεργασίας των δεδομένων,
• Ο τρόπος εν τέλει με τον οποίο λειτούργησε η επιτροπή αυτή δε διακρινόταν για τη διαφάνεια διαλόγου και ανάλυσης της σκοπιμότητας κατάρτισης διατάξεων, οι οποίες εμφανίζονταν αιφνιδιαστικά και γίνονταν αποδεκτές από την πλειοψηφία των μελών, πλην των εκπροσώπων της Ε.Κ., οι οποίοι, ως πλέον εξειδικευμένοι, εξέφραζαν ισχυρές αντιρρήσεις νομιμότητας που όμως δεν λαμβάνονταν υπόψη.
• Από το τελικό σχέδιο διατάξεων που υποβλήθηκε προς έγκριση στα μέλη της επιτροπής από τον Πρόεδρό της, με ελάχιστη προθεσμία υποβολής παρατηρήσεων, διαπιστώσαμε ότι πρόκειται για πρόχειρη, αποσπασματική, αναιτιολόγητη και ανεφάρμοστη παράθεση διατάξεων, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν προσεγγίζουν τα τεράστια και χρόνια προβλήματα λειτουργίας της Ε.Κ. ενώ, αντιθέτως, θα δημιουργήσουν άμεσα κίνδυνο πλήρους αποδιοργάνωσης της λειτουργίας μας.
• Η πλέον βασική επισήμανση αφορά στην απροκάλυπτη κατάλυση της ανεξαρτησίας που πρέπει να διέπει την Ε.Κ., η οποία αν και συστήνεται, σύμφωνα με τις νέες διατάξεις, ως Ανεξάρτητη Αρχή που απολαύει λειτουργικής ανεξαρτησίας, τούτο αποδομείται παντελώς σε πολυάριθμα σημεία του σχεδίου διατάξεων.
Ολόκληρη η επιστολή
«O Σύλλογος Εργαζομένων της Ε.Κ. αγωνίζεται αδιαλείπτως την τελευταία δεκαετία, προκειμένου να θεσπισθούν διατάξεις που θα θωρακίσουν και ενισχύσουν τον θεσμό της Ε.Κ., δεδομένου ότι:
το νομικό πλαίσιο, που κατά την ίδρυση της Ε.Κ. ήταν πρωτοποριακό για την εποχή του, καταλύθηκε ουσιαστικά από τις μνημονιακές ρυθμίσεις, η Ε.Κ. οδηγήθηκε σε σοβαρή υποβάθμιση και υπονόμευση της προαπαιτούμενης οικονομικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και διοικητικής αυτοτέλειας, λόγω της μη αναγνώρισης του ιδιαίτερου ρόλου της, οι αρμοδιότητες της Ε.Κ., με βάση την διαρκώς εξελισσόμενη ευρωπαϊκή και εθνική νομοθεσία, αυξήθηκαν κατακόρυφα, καθώς η έκδοση Κανονισμών και η ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο Οδηγιών της Ε.Ε., ουσιαστικής σημασίας για την εθνική οικονομία καθιστά την Ε.Κ. αρμόδια για την εποπτεία πληθώρας διαφορετικών, νέων αντικειμένων.
Στο πλαίσιο αυτό, τέθηκαν τα κατεπείγοντα ζητήματα λειτουργίας της Ε.Κ. και στην τρέχουσα πολιτική ηγεσία και ζητήθηκε η άμεση παρέμβασή της προκειμένου να αντιμετωπισθούν.
Ο Υπουργός Οικονομικών τον Ιούλιο του 2020 δεσμεύτηκε ως προς τη σύσταση νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, η οποία θα επεξεργαζόταν το υφιστάμενο σύστημα εποπτείας στην Ελλάδα, σε σχέση με την αντίστοιχη ευρωπαϊκή πραγματικότητα και θα πρότεινε διατάξεις που θα αντιμετώπιζαν στο σύνολό του το ζήτημα. Η εν λόγω επιτροπή εν τέλει συστάθηκε τέλη Ιανουαρίου 2021 με αντικείμενο «τον εκσυγχρονισμό του πλαισίου λειτουργίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς». Ο Σύλλογος Εργαζομένων της Ε.Κ. παραστάθηκε στην εν λόγω επιτροπή, εκθέτοντας επιγραμματικά τα βασικά προβλήματα λειτουργίας της Ε.Κ.
Ο τρόπος λειτουργίας της επιτροπής, της οποίας ο αριθμός συνεδριάσεων ήταν ελάχιστος για τη σημαντικότητα του υπό επεξεργασία εγχειρήματος, έθετε ερωτηματικά ως προς την επάρκεια επεξεργασίας των δεδομένων, προκειμένου μετά την προσεκτική αξιολόγησή τους να προχωρήσει ο διάλογος αναφορικά με τον πλέον κατάλληλο τρόπο αντιμετώπισης τους.
Συγκεκριμένα, βάσει της εμπειρίας μας από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν ευρωπαϊκές επιτροπές παροχής τεχνικής βοήθειας, ουδόλως λήφθηκαν υπόψη οι μεθοδολογίες που απαιτούνται στο στάδιο μελέτης μεταρρυθμίσεων, αφού αφενός απαιτείται σε βάθος γνώση του αντικειμένου που πρόκειται να ρυθμιστεί, αφετέρου ενδελεχής αποτύπωση της υφιστάμενης κατάστασης λειτουργίας της Ε.Κ. σε επίπεδο αρμοδιοτήτων και αναγκών μέσω της λήψης των αναγκαίων πληροφοριών (συμπλήρωση κατάλληλα διαμορφωμένων ερωτηματολογίων, συνεντεύξεις στελεχών της Ε.Κ. κλπ). Σημειώνεται ότι η ίδια η σύνθεση της επιτροπής σε καμία περίπτωση δεν αποτελούσε εχέγγυο ύπαρξης εξειδικευμένων γνώσεων εποπτείας από τα μέλη της, καθώς, πλην των 3 μόνο μελών από την Ε.Κ. σε σύνολο 11 μελών, τα υπόλοιπα μέλη δε διέθεταν καμία εμπειρία σχετική με τον τρόπο εποπτείας που εφαρμόζεται σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο στον άκρως εξειδικευμένο χώρο της κεφαλαιαγοράς.
Ο τρόπος εν τέλει με τον οποίο λειτούργησε η επιτροπή αυτή δε διακρινόταν για τη διαφάνεια διαλόγου και ανάλυσης της σκοπιμότητας κατάρτισης διατάξεων, οι οποίες εμφανίζονταν αιφνιδιαστικά και γίνονταν αποδεκτές από την πλειοψηφία των μελών, πλην των εκπροσώπων της Ε.Κ., οι οποίοι, ως πλέον εξειδικευμένοι, εξέφραζαν ισχυρές αντιρρήσεις νομιμότητας που όμως δεν λαμβάνονταν υπόψη. Επισημαίνεται δε ότι παρόλο που η επιτροπή κάλεσε ορισμένα στελέχη από το χώρο της ελληνικής κεφαλαιαγοράς και από άλλες ελληνικές ανεξάρτητες αρχές εποπτείας, οι σχετικές επισημάνσεις τους ομοίως δεν λήφθηκαν υπόψη.
Από το τελικό σχέδιο διατάξεων που υποβλήθηκε προς έγκριση στα μέλη της επιτροπής από τον Πρόεδρό της, με ελάχιστη προθεσμία υποβολής παρατηρήσεων, διαπιστώσαμε ότι πρόκειται για πρόχειρη, αποσπασματική, αναιτιολόγητη και ανεφάρμοστη παράθεση διατάξεων, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν προσεγγίζουν τα τεράστια και χρόνια προβλήματα λειτουργίας της Ε.Κ. ενώ, αντιθέτως, θα δημιουργήσουν άμεσα κίνδυνο πλήρους αποδιοργάνωσης της λειτουργίας μας.
Η προσέγγιση του σχεδίου των διατάξεων αυτών σε καμία περίπτωση δεν τροποποιεί το υφιστάμενο μοντέλο εποπτείας, παρά τις πολύ καίριες και σχετικές παρατηρήσεις της έκθεσης Πισσαρίδη περί των πλέον σύγχρονων μοντέλων εποπτείας, αλλά δημιουργεί ένα καινοφανές σύστημα δύο διοικητικών οργάνων με ξεχωριστή δομή, που πλαισιώνονται από πολυάριθμες επιτροπές εμπειρογνωμόνων, μέσα από ένα περίπλοκο σύστημα λειτουργίας, χωρίς προφανή στόχευση και αιτιολόγηση, που όμοιό του δεν υφίσταται σε καμία άλλη ευρωπαϊκή εποπτική αρχή. Η λειτουργία των ομόλογων ευρωπαϊκών αρχών δεν περιλαμβάνει διαφορετικά όργανα διοίκησης αλλά επιτροπές που λειτουργούν συμπληρωματικά με το όργανο διοίκησής τους, με στόχο την πρόληψη σύγκρουσης συμφερόντων κατά το στάδιο της επιβολής κυρώσεων.
Για την εφαρμογή του νέου οργανωτικού συστήματος θα απαιτηθεί η δημιουργία επιπλέον οργάνων και θέσεων συμβούλων, στους οποίους θα ανατεθούν μάλιστα απευθείας καθήκοντα. Η προσέγγιση αυτή δε θα συμβάλλει στην αποτελεσματική λειτουργία της Ε.Κ., τουναντίον θα δημιουργήσει αδικαιολόγητες καθυστερήσεις, λόγω της αύξησης του διοικητικού φόρτου, ενώ θα επιφέρει επιπλέον οικονομικό κόστος, δυσανάλογο της ελληνικής πραγματικότητας.
Η πλέον βασική επισήμανση αφορά στην απροκάλυπτη κατάλυση της ανεξαρτησίας που πρέπει να διέπει την Ε.Κ., η οποία αν και συστήνεται, σύμφωνα με τις νέες διατάξεις, ως Ανεξάρτητη Αρχή που απολαύει λειτουργικής ανεξαρτησίας, τούτο αποδομείται παντελώς σε πολυάριθμα σημεία του σχεδίου διατάξεων.
Ενδεικτικά και μόνο αναφέρουμε ότι προβλέπεται η δυνατότητα του Υπουργού Οικονομικών να «υποβάλει στρατηγικές προτάσεις και να παρέχει οδηγίες στην Αρχή σχετικά με το στρατηγικό σχεδιασμό για την υλοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής σε ζητήματα που άπτονται των αρμοδιοτήτων της Αρχής ως και σε εξαιρετικές περιστάσεις»!
Οι προβλεπόμενες δε περιπτώσεις άρσης του απορρήτου, της έγκρισης των κανονισμών λειτουργίας και του ελέγχου του εν γένει τρόπου λειτουργίας άμεσα ή έμμεσα από τον εκάστοτε Υπουργό Οικονομικών, συντείνουν στην πλήρη εξάρτηση της λειτουργίας της Ε.Κ. σε κάθε επίπεδο από τα κυβερνητικά όργανα.
Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τις διεθνείς και ευρωπαϊκές αρχές που διέπουν τη λειτουργία των αρχών εποπτείας κεφαλαιαγορών καθώς και τις ρητές επιταγές της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, είναι απολύτως ασύμβατη κάθε δυνατότητα επέμβασης των κυβερνητικών στελεχών στο έργο τους, ενώ η λογοδοσία υφίσταται μόνο στο αρμόδιο όργανο, δηλαδή το Κοινοβούλιο.
Συνέπεια των προβλέψεων αυτών υφίσταται άμεσος κίνδυνος για την ελληνική οικονομία, καθώς οι σχετικές αξιολογήσεις που διενεργούνται από τους αρμόδιους προς τούτο διεθνείς και ευρωπαϊκούς φορείς, θα είναι στο εξής αρνητικές, με τις όποιες συνέπειες για τη χώρα.
Συναφώς υπενθυμίζουμε την περίπτωση του σκανδάλου της γερμανικής εταιρείας WIRECARD, το οποίο είχε επίπτωση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές και για το οποίο τα αρμόδια ευρωπαϊκά εποπτικά όργανα απέδωσαν ευθύνη, μεταξύ άλλων, στον υψηλό βαθμό παρεμβατισμού του Υπουργείου Οικονομικών στο έργο της αρμόδιας εποπτικής αρχής.
Στο πλαίσιο της ακολουθούμενης μεθόδευσης, ήτοι επιλεκτικών διαρροών μέσω δημοσιευμάτων και αιφνιδιαστικής εμφάνισης διατάξεων που είχαν συνταχθεί εκτός των συνεδριάσεων και σχετικών αποφάσεων της επιτροπής, εκπονήθηκαν και οι τελευταίες διατάξεις που παρέμεναν κενές, οι οποίες μας έγιναν γνωστές ώρες πριν την τελευταία συνεδρίαση της επιτροπής.
Με τις διατάξεις αυτές αγνοείται και απαξιώνεται η εξειδικευμένη και πολυετής εμπειρία του υφιστάμενου προσωπικού της Ε.Κ., η οποία ήταν προαπαιτούμενη για την πρόσληψή του, δεδομένου ότι ανατίθεται επί της ουσίας σε τρίτους, υποδεικνυόμενους από τον Υπουργό Οικονομικών, η αξιολόγηση της επιστημονικής επάρκειας του υφιστάμενου προσωπικού της Ε.Κ., το οποίο στηρίζει σθεναρά την τελευταία δύσκολη δεκαετία την ελληνική κεφαλαιαγορά, χωρίς τους αναγκαίους εποπτικούς πόρους, μέσα και εργαλεία, αναφορικά με το αν θα παραμείνει ή όχι στην Ε.Κ.
Η εν λόγω δε αξιολόγηση προβλέπεται να διενεργηθεί κατά παρέκκλιση κάθε γενικών και ειδικών διατάξεων, χωρίς να προβλέπονται σχετικά κριτήρια και εφαρμοστέες διαδικασίες, δημιουργώντας σωρεία αντικινήτρων για την εφεξής άσκηση των καθηκόντων του υφιστάμενου προσωπικού της Ε.Κ. και γεννώντας επιπλέον ερωτηματικά για τη σκοπιμότητα τελικά των εκπονούμενων διατάξεων.
Όλα τα ανωτέρω, έρχονται σε σαφή αντίθεση με τα όσα προβάλλονται δια δημοσιευμάτων ότι μέσω του σχεδίου αυτού θα επιτευχθεί «ενίσχυση της ανεξαρτησίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ως εποπτική αρχή, βάσει των βέλτιστων πρακτικών που ισχύουν για τις ανεξάρτητες αρχές στην Ε.Ε. και διεθνώς, ψηφιακό μετασχηματισμό και ψηφιακά εργαλεία παρακολούθησης για την πρόληψη και για την τεκμηρίωση ελέγχων και κατασταλτικών μέτρων και ενσωμάτωση όλων των σχετικών κοινοτικών οδηγιών και των ευρωπαϊκών προτύπων που έχει συστήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή», καθώς καμία από τις διατάξεις του σχεδίου δεν επιλαμβάνεται των στόχων αυτών.
Για τους λόγους αυτούς καλούμε:
• Τη Διοίκηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να αποσύρει άμεσα τους εκπροσώπους της Ε.Κ. στην επιτροπή αυτή ώστε να μην τεκμαίρεται η οποιαδήποτε συναίνεση στις συγκεκριμένες διατάξεις καθώς και να μην υποστηρίζεται πλέον ο πρόδηλος προσχηματικός της χαρακτήρας.
• Τον Υπουργό Οικονομικών, αφού μελετήσει με προσοχή το πλήθος των αναλυτικότατων παρατηρήσεων που έχουν αποσταλεί επισήμως από την Ε.Κ., να μην κάνει δεκτό το σχέδιο που θα του υποβληθεί από τον Πρόεδρο της εν λόγω επιτροπής, αφού, κυρίως, παραβιάζει την απαιτούμενη ανεξαρτησία του φορέα και δε δίδει λύση σε κανένα από τα τεράστια προβλήματα λειτουργίας του.
• Περαιτέρω να ζητήσει, χωρίς άλλες υπεκφυγές και καθυστερήσεις, από τα αρμόδια ευρωπαϊκά εποπτικά όργανα, την παροχή τεχνικής βοήθειας, το οποίο αποτελεί ούτως ή άλλως κυβερνητική πρακτική, προκειμένου να αναμορφωθεί και να εκσυγχρονιστεί από τους κατάλληλους προς τούτο εμπειρογνώμονες, το πλαίσιο εποπτείας της κεφαλαιαγοράς στη χώρα μας.
• Για τους ανωτέρω λόγους και σε ελάχιστη ένδειξη διαμαρτυρίας, το Δ.Σ. του Συλλόγου Εργαζομένων της Ε.Κ. προκηρύσσει στάση εργασίας την Τρίτη 3 Αυγούστου 2021 από την έναρξη του ωραρίου μέχρι τις 12 μμ., δεδομένης της ταυτόχρονης λήξης εργασιών της επιτροπής».