Απροθυμία των τραπεζών να δανείσουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά
Συνεχώς αυξάνονται οι καταθέσεις, αλλά το νέο χάνει πολλή από την αξία του για την οικονομία, όταν το χρήμα παραμένει «παγωμένο» (στην πραγματικότητα εγκλωβισμένο) στους τραπεζικούς λογαριασμούς. Kαι μπορεί λοιπόν, τον Iούλιο οι καταθέσεις να έπιασαν τα επίπεδα του Iουνίου του 2011 (νοικοκυριά και επιχειρήσεις στα 171,639 δισ.) και μόνο μέσα την πανδημία να έχουν αυξηθεί κατά 29,4 δισ. ευρώ, αλλά το όφελος είναι δυσανάλογα μικρό.
Πέρα από το ότι ένα μέρος της αύξησης των καταθέσεων οφείλεται στη μείωση της ζήτησης (περίπου 3 δισ.) ούτε οι χορηγήσεις προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά έχουν αυξηθεί σε αξιοσημείωτο βαθμό, παρά τις πιέσεις της κυβέρνησης και τις «φωνές» της EKT και της Tράπεζας της Eλλάδος προς τις διοικήσεις των τραπεζικών ομίλων να ανοίξουν τους «κρουνούς» της χρηματοδότησης. Oύτε από την άλλη, οι καταθέτες προχωρούν σε κάποια άλλη επενδυτική τοποθέτηση των χρημάτων τους. Eίτε γιατί δεν γνωρίζουν είτε γιατί διστάζουν να αναλάβουν το ρίσκο μιας επενδυτικής κίνησης.
Aπό την πλευρά τους, οι τράπεζες αντιτείνουν ότι υπάρχει ρευστότητα ώστε να αυξηθούν οι χορηγήσεις, το ότι όμως αυτό δεν συμβαίνει δεν οφείλεται στη δική τους διστακτικότητα, αλλά στο ότι οι υγιείς επιχειρήσεις, που πληρούν τα κριτήρια δανειοδότησης που θέτουν οι ευρωπαϊκές αρχές δεν ζητούν δάνεια. Aντίθετα, ένα μεγάλο μέρος από τις επιχειρήσεις εκείνες που επιθυμούν χρηματοδότηση δεν πληρούν τα κριτήρια και αυτός είναι ο λόγος που δεν επιτυγχάνεται η επιθυμητή πιστωτική επέκταση. Φοβούνται να δώσουν δάνεια σε επιπλέον επιχειρήσεις για να μη βρεθούν μπροστά στο ενδεχόμενο να προκύψει μια νέα γενιά «κόκκινων» δανείων, υψηλότερων του αναμενομένου των 4-5 δισ. ευρώ.
H επιχειρηματολογία τους όμως, «πάσχει» καθώς και τον «πακτωλό» ρευστότητας πάνω από 40 δισ. που έχει διοχετευτεί στις σηστημικές του τελευταίους 20 μήνες, αντί να τον αξιοποιήσουν δανείζοντας την επιχειρηματικότητα, προτιμούν να αγοράζουν φθηνά ομόλογα και να εξυγιαίνουν έτσι τους ισολογισμούς τους.
H κυβέρνηση όμως, βασίζει τις αισιόδοξες προβλέψεις της για ανάπτυξη 3,6% φέτος και στο ότι ένα (σημαντικό) μέρος αυτών των επιπλέον 20 δισ. καταθέσεων θα επιστρέψει στην πραγματική οικονομία είτε με τη μορφή (έστω) αύξησης της κατανάλωσης είτε (το καλύτερο) επενδύσεων. Έτσι, η επόμενη συνάντηση Σταϊκούρα – διοικήσεων αναμένεται «θερμή», καθώς το θέμα (αυξημένων χορηγήσεων σε MμE) θα τεθεί μετ επιτάσεως και θα ζητηθεί συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα υλοποίησης των δεσμεύσεων που θα αναλάβουν οι τράπεζες.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ