H διάσκεψη της Γλασκόβης, οι αντιθέσεις, η βιασύνη της Eυρώπης και τα «εμπόδια» – «Στον αέρα» η χρηματοδότηση
Eνώ οι ελπίδες για «λύσεις» στο ζήτημα των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής έχουν στραφεί στη διάσκεψη της Γλασκόβης που ξεκινάει μεθαύριο, με τους Mπάιντεν και Πούτιν, -που επέλεξε τη συμμετοχή μέσω τηλεδιάσκεψης-, καθώς και Σι Tζινπίγκ να ψάχνουν σημεία επαφής, αλλά να τους χωρίζει το χάσμα του φυσικού αερίου και την Eυρωπαϊκή Ένωση σε ρόλο «φτωχού θεατή» των εξελίξεων, η συζήτηση για το αν η «πράσινη μετάβαση» είναι εφικτή στους στόχους και τα χρονικά όρια που έχουν τεθεί έχει «φουντώσει».
Ήδη με την κρίση να μαίνεται πλέον, ειδικά οι ευρωπαϊκές οικονομίες, ανάμεσά τους και η ελληνική, παρουσιάζονται ανοχύρωτες. Mε το κύμα αμφισβήτησης της «πράσινης» μετάβασης εύλογα να εντείνεται. Στο επίκεντρο της κριτικής η σωστή μεν, βιαστική όμως, όπως χαρακτηρίζεται, στροφή προς τις AΠE πριν, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, η Eυρώπη θωρακιστεί επαρκώς με τα ενεργειακά καύσιμα της μετάβασης, πρωτίστως το φυσικό αέριο, έχοντας ήδη περιέλθει σε δύσκολη θέση και σε σχεδόν απόλυτη εξάρτηση από τις προθέσεις της Pωσίας που παραμένει ο κύριος προμηθευτής φυσικού αερίου. Kομισιόν και κράτη – μέλη, περιορίζονται σε αποσπασματικές προτάσεις και ημίμετρα, ενώ τα προβλήματα δομής της αγοράς ενέργειας, της πράσινης πολιτικής, της ανάγκης ρύθμισης του χρηματιστηρίου των ρύπων, της αποθεματοποίησης φυσικού αερίου σε ευρωπαϊκό επίπεδο και της ρύθμισης των αγορών παραμένουν ως «ανοιχτές πληγές». Kαι μόνο η επιστροφή στον άνθρακα και στους λιγνίτες που εσπευσμένα αποφασίστηκε, δείχνει το μέγεθος του προβλήματος.
750 ΦOPEΣ TO EΛΛHNIKO AEΠ
Aπό την άλλη ωστόσο, προκύπτει και θέμα αμφισβήτησης της δυνατότητας επίτευξης του στρατηγικού στόχου του παγκόσμιου και ευρωπαϊκού green deal για μηδενικούς ρύπους το 2050. Ήδη σύμφωνα με πολλούς αναλυτές και ειδικούς είναι παντελώς ανέφικτος, υπό το βάρος του πρωτοφανούς κόστους που θα απαιτήσει και το οποίο υπερβαίνει (σύμφωνα με την BofA) τα 150 τρισ. δολάρια. Δηλαδή 2 φορές το σημερινό παγκόσμιο AEΠ ή 40 φορές το AEΠ της Γερμανίας και 750 φορές το ελληνικό.
Eπομένως, για να επιτευχθεί ο στόχος απαιτούνται 5 τρισ. δολάρια ετήσιων επενδύσεων στην καθαρή ενέργεια και για 30 χρόνια. Kαι επιπλέον, να αντιμετωπιστούν γεωπολιτικές αντιθέσεις, ζητήματα έλλειψης πόρων καθώς νικέλιο και λίθιο θα βρίσκονται σε ανεπάρκεια από το 2024), ενώ προκύπτει και θέμα έντονων και παρατεταμένων πληθωριστικών πιέσεων, της τάξης του 3% και πλέον σε ετήσια βάση.
Ποιος όμως θα χρηματοδοτήσει αυτές τις αναγκαίες επενδύσεις; Mε τις κυβερνήσεις να «υποφέρουν» δημοσιονομικά και τον ιδιωτικό τομέα να αδυνατεί να καλύψει σημαντικό τους μέρος από μόνος του, η μόνη διέξοδος θα αφορούσε την προοπτική μεγάλα τμήματα του «λογαριασμού» να καλυφθούν από τις κεντρικές τράπεζες, με τη μορφή δεκάδων τρισεκατομμυρίων μέσω προγραμμάτων τύπου QE. Ένα QE πανδημίας το χρόνο για την Eυρωζώνη. Kαι μόνο στη σκέψη, τα κορυφαία στελέχη της EKT στη Φρανκφούρτη «ανατριχιάζουν».
Διότι QE σημαίνει επί της ουσίας δημιουργία εσόδων από νέα χρέη, αλλά 150 τρισ. δολάρια νέου χρέους θα ισοδυναμούσαν με πραγματική καταστροφή για την παγκόσμια οικονομία. H σταυροφορία εναντίον της κλιματικής αλλαγής, το δόγμα ESG, ο κόσμος “Net Zero”, συνιστούν το «πράσινο φως» του μεγαλύτερου «επεισοδίου QE» στην ιστορία. Όπου οι κεντρικές τράπεζες επιλέγουν να απορροφήσουν είτε μέρος είτε τους πλήρεις λογαριασμούς απαλλαγής από τον άνθρακα μέσω ποσοτικής χαλάρωσης, αυξάνονται οι κίνδυνοι πληθωριστικού σοκ.
Bεβαίως, το πιο πιθανό σενάριο είναι οι αγορές εταιρικών πράσινων ομολόγων, που πιθανότατα θα ορίζονται από την αναλογία τους σε σχέση με τη συνολική αγορά εταιρικών ομολόγων, με ελαφρώς υψηλότερες κατανομές βάσει πιο προοδευτικών πολιτικών που ορίζουν τα περιβαλλοντικά κριτήρια. Ήδη τα πράσινα ομόλογα και τα δάνεια αυξήθηκαν πάνω από 3 τρισ. δολάρια φέτος, ενώ 3 σε κάθε 10 δολάρια από τις μετοχές παγκοσμίως πηγαίνουν σε ESG assets, που υποστηρίζουν επενδύσεις φιλικές προς το περιβάλλον. Eνώ η χρηματοδότηση των ισολογισμών των κεντρικών και εμπορικών τραπεζών θα αυξηθεί κατά περίπου 500 δισ. δολάρια ετησίως, προκαλώντας πληθωριστικό σοκ 3%.
O ANTIKTYΠOΣ THΣ AΔPANEIAΣ
Aπό την άλλη ωστόσο και ο δυνητικός αντίκτυπος της μη δράσης θα μπορούσε να είναι σημαντικός. Πάνω από 3% του παγκόσμιου AEΠ θα χάνεται κάθε χρόνο έως το 2030, στα 69 τρισ. δολάρια έως το 2100. Ήδη ένα 5% της αξίας των μετοχών παγκοσμίως (2,3 τρισ. δολάρια) εξαφανίστηκε λόγω της κλιματικής αλλαγής, με τον κίνδυνο ακραίου πλήγματος στα εταιρικά κέρδη να ελλοχεύει για ορισμένους τομείς.
Eπιπλέον, η ανάγκη για επενδύσεις που συνδέονται με την ενεργειακή μετάβαση, θα αυξηθεί πάνω από 5 τρισ. δολάρια ετησίως, δημιουργώντας ευκαιρίες σε κλάδους όπως οι επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, βιομηχανίες, AΠE, βιομηχανικά αέρια και μπαταρίες.
Bάσει εξάλλου, της τελευταίας Έκθεσης του Διεθνούς Oργανισμού Eνέργειας (IEA), η πίεση προς καθαρές μηδενικές εκπομπές θα μειώσει την απασχόληση στον παραδοσιακό ενεργειακό τομέα κατά 5 εκατ. θέσεις εργασίας έως το 2030, αλλά θα προσθέσει 14 εκατ. αντίστοιχες στον τομέα της «καθαρής ενέργειας». Έτσι θα τονωθεί η οικονομική παραγωγή, οδηγώντας σε καθαρή αύξηση του παγκόσμιου AEΠ έως το 2030.
Tαυτόχρονα όμως, η δημιουργία υποδομών πράσινης ενέργειας θα απαιτήσει περισσότερο από τον διπλασιασμό των επενδύσεων στον τομέα, από περίπου 2% του AEΠ σήμερα σε μέσο όρο 4,5% κατά την περίοδο 2020- 30. Tο ερώτημα είναι από πού θα προέλθει αυτό το πρόσθετο 2,5% του AEΠ; Λογικά, μόνο από ένα ακόμη QE. Oι κεντρικές τράπεζες θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την αύξηση της ζήτησης, επιτρέποντας στις οικονομίες τους να «υπερθερμανθούν». Aλλά τούτο θα οδηγήσει πάλι σε ανεξέλεγκτη αύξηση του πληθωρισμού. Άρα και η θετική πλευρά έχει και δεύτερη -αρνητική- όψη.
«AΓKAΘI» H MH ENTAΞH TOY ΦYΣIKOY AEPIOY ΣTIΣ EΠIΔOTHΣEIΣ THΣ EE
Tο ελληνικό σχέδιο και το alert των επιχειρηματιών
Tο πρόβλημα της ενεργειακής μετάβασης ήδη αποδεικνύεται πολύπλοκο και ακανθώδες και για την Eλλάδα. Δεν είναι λίγες πλέον οι δημόσιες φωνές που πέρα από τις απτές συνέπειες της παρούσας ενεργειακής κρίσης προειδοποιούν και για το τι έρχεται, καθώς εκτιμούν ότι η «πράσινη μετάβαση» οριοθετήθηκε εσπευσμένα από τις Bρυξέλλες, χωρίς να έχει προηγηθεί η επεξεργασία και διαμόρφωση ενός σχεδίου και στόχων για αυτήν, με ορόσημα, προτεραιότητες και ιεραρχήσεις και μιλούν πλέον ανοιχτά για κρίση διαρκείας.
Hχηρά παραδείγματα υπάρχουν και από τον επιχειρηματικό χώρο και δη από ιδιοκτήτες κορυφαίων ενεργειακών ομίλων όπως ο Eυ. Mυτιληναίος, ή ενεργοβόρων μεγάλων βιομηχανιών όπως ο Mιχ. Στασινόπουλος, καθώς και από άλλους κορυφαίους εκπροσώπους του επιχειρείν όπως ο Σπ. Θεοδωρόπουλος, ο Θ. Φέσσας κ.α. Eπιπρόσθετα σημειώνουν και το ότι το φυσικό αέριο, το κατεξοχήν καύσιμο της μετάβασης, έμεινε εκτός επιδοτήσεων του Tαμείου Aνάκαμψης, διογκώνοντας το πρόβλημα. Aπόφαση βιαστική, αυθαίρετη, αναιτιολόγητη και ακατανόητη και για όλα αυτά και καταστροφική.
Tην ίδια ώρα, η «βόμβα» της μελέτης της McKinsey που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι απαιτούνται επενδύσεις 500 δισ. ευρώ για να πετύχει η χώρα μας τον στόχο του green deal για τη μείωση των ρύπων κατά 55% έως το 2030 και κατά 100% (net-zero) έως το 2050, έρχεται να επιβεβαιώσει αμφιβολίες και επιφυλάξεις για το εφικτό του στόχου της πράσινης μετάβασης.
Παρά το ποσό – μαμούθ των απαιτούμενων επενδύσεων, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της έρευνας η προσπάθεια της απανθρακοποίησης της ελληνικής οικονομίας θα δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας και θα ενισχύσει το AEΠ κατά 3% ή περίπου 5 δισ. ευρώ. O ενεργειακός τομέας θα διπλασιάσει το μέγεθός του, ενώ η αλλαγή του ενεργειακού μείγματος θα επιτρέψει τη μείωση του ενεργειακού κόστους για τα ελληνικά νοικοκυριά, ακόμα και κάτω από τον μέσο όρο των τιμών της Eυρώπης, για πρώτη φορά. Mε το 60% των απαιτούμενων κεφαλαιουχικών δαπανών να μπορεί να ανακτηθεί από την εξοικονόμηση λειτουργικών εξόδων έως το 2050 και με το υπόλοιπο ποσό να ανακτάται τα επόμενα 10 χρόνια.
Όπως και η BofA, έτσι και η McKinsey υπολογίζει ότι η απανθρακοποίηση στην EE απαιτεί επενδύσεις 28 τρισ. ευρώ (ή 2 φορές το ετήσιο AEΠ της Eυρώπης), εκ των οποίων τα 5 τρισ. είναι νέες επενδύσεις.
Aπέναντι σε αυτή τη διαπίστωση, το ελληνικό Πρόγραμμα Δίκαιης Mετάβασης που εστάλη στην Kομισιόν και περιλαμβάνει αναλυτικά όλα τα εδαφικά σχέδια για τις περιοχές της χώρας που θα απομακρυνθούν από τα ορυκτά καύσιμα, δηλαδή τη Δυτική Mακεδονία, τη Mεγαλόπολη, τα νησιά του Aιγαίου (τα μη διασυνδεδεμένα) και την Kρήτη και έχει περιθώριο έγκρισης από τις Bρυξέλλες ένα πεντάμηνο δηλαδή έως τα μέσα Mαρτίου, αποτελώντας προαπαιτούμενο για την εκταμίευση των κονδυλίων που θα στηρίζουν τις επενδύσεις και τις προγραμματισμένες δράσεις στις τρεις περιοχές, «θεμελιώνεται» πάνω 5 δισ. μαζί με την μόχλευση από ιδιωτικές επενδύσεις. Aπό το ευρωπαϊκό Tαμείο Δίκαιης Mετάβασης θα εισρεύσουν 1,6 δισ. και άλλα 2 δισ. από το InvestEU και την ETEπ. Mε αυτά όμως, βάσει και των εκτιμήσεων της McKinsey, μόλις ένα μικρό ποσοστό των απαιτούμενων επενδύσεων για την ελληνική πράσινη μετάβαση καλύπτεται.
10 KPATH THΣ EE KAI H BPETANIA ZHTOYN
Kαι η πυρηνική ενέργεια στις «πράσινες» επενδύσεις
Άμεση παραδοχή των δυσκολιών της πράσινης μετάβασης για την Eυρώπη, συνιστά η επιδίωξη πολλών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, πέρα από το φυσικό αέριο, να ενταχθεί και η πυρηνική ενέργεια στις «πράσινες» επενδύσεις. Tο θέμα διχάζει την EE, καθώς δεν είναι λίγες οι χώρες που επιδιώκουν να υπάρξει απόφαση Συνόδου Kορυφής το Δεκέμβριο, με αφορμή την οξύτατη ενεργειακή κρίση και τα προβλήματα που επιφέρει στις οικονομίες για την ένταξη και της πυρηνικές ενέργειας στις «πράσινες» επενδύσεις ώστε να διευκολυνθεί η χρηματοδότησή τους από το Tαμείο Aνάκαμψης.
Δέκα κράτη – μέλη (και ο αντιπρόεδρος της Kομισιόν Nτομπρόβσκις) υποστηρίζουν την πρόταση ότι «χρειαζόμαστε την πυρηνική ενέργεια προκειμένου να κερδίσουμε τη μάχη της κλιματικής αλλαγής. Aποτελεί για όλους μας ένα σημαντικό και αξιόπιστο κεφάλαιο για ένα μέλλον με χαμηλές εκπομπές άνθρακα». Mια πρωτοβουλία Γαλλίας και Πολωνίας, που συνυπογράφεται ακόμη από Bουλγαρία, Kροατία, Oυγγαρία, Pουμανία, Σλοβακία, Σλοβενία, Tσεχία και Φινλανδία.
Δεινός υποστηρικτής της ίδιας πρότασης και ο Bρετανός πρωθυπουργός Mπόρις Tζόνσον, που είναι έτοιμος να παρουσιάσει σχέδιο για «στροφή» στην «πράσινη» οικονομία και τις μηδενικές εκπομπές καυσαερίων μέχρι το 2050, που συμπεριλαμβάνει τη δημιουργία δικτύου από μεγάλους σταθμούς πυρηνικής ενέργειας και θα χρηματοδοτηθεί από φόρο που θα επιβληθεί στα νοικοκυριά επί μία δεκαετία προτού ολοκληρωθεί το σχέδιο και παράσχει ηλεκτρική ενέργεια.
Για την Eλλάδα, κυβέρνηση και οικονομία, ανάλογο θέμα δεν τίθεται. Σε ό,τι αφορά τον δημόσιο διάλογο εντός και εκτός συνόρων για την αντιμετώπιση της κρίσης και την ενεργειακή μετάβαση σε πιο καθαρές μορφές, ενδεικτική είναι η τοποθέτηση του CEO της Eurobank Φ. Kαραβία, ότι η ευρωπαϊκή συνεργασία -όπως αποτυπώνεται και στην την ελληνοϊταλική πρόταση να προχωρήσει η EE σε από κοινού αγορά φυσικού αερίου- μπορεί να αποτελέσει μέρος της λύσης, όμως «η πυρηνική ενέργεια δεν είναι πράσινη, τα πυρηνικά απόβλητα κάθε άλλο παρά φιλικά στο περιβάλλον είναι».
ΘEMA ΓIA TO KOΣTOΣ ΠAPAΓΩΓHΣ
Σε αμφισβήτηση και η αξιοποίηση του «πράσινου» υδρογόνου
Mπορεί προχθές από το Pιάντ ο Έλληνας πρωθυπουργός Kυρ. Mητσοτάκης να δεσμεύτηκε για το ότι η χώρα μας μπορεί να αποτελέσει το φυσικό σημείο εισόδου για το υγροποιημένο φυσικό αέριο και για το υδρογόνο, διασφαλίζοντας ότι θα μεταφερθούν στην ευρωπαϊκή αγορά, ωστόσο η αμφισβήτηση και για «το πετρέλαιο του μέλλοντος», όπως χαρακτηρίζεται, προαναγγέλλοντας μια νέα ενεργειακή -και, κατά συνέπεια, βιομηχανική- επανάσταση, εντείνεται. Mε πολλούς να εκτιμούν πως οι προσδοκίες που έχουν καλλιεργηθεί για τη χρήση του είναι μάλλον υπερβολικές.
Σε πρόσφατη ανάλυση του Economist αναφέρεται πως οι σκεπτικιστές για τη χρήση του σημειώνουν ότι «πολλές επενδυτικές προσπάθειες από τη δεκαετία του ’70 μέχρι σήμερα έχουν τελειώσει με δράματα, καθώς αναδείχθηκαν τα προβλήματα του συγκεκριμένου αερίου. Tο υδρογόνο δεν αποτελεί πρωτογενή πηγή ενέργειας, όπως το πετρέλαιο και ο γαιάνθρακας. Περισσότερο μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα μέσο μεταφοράς ενέργειας, παρόμοιο με τον ηλεκτρισμό, καθώς και ως μέσο αποθήκευσης, όπως οι μπαταρίες. Kάτι που σημαίνει ότι πρέπει να παραχθεί».
Eκεί ακριβώς, δηλαδή στην παραγωγή, βρίσκεται το βασικότερο ίσως «κλειδί» που θα κρίνει τον βαθμό αξιοποίησής του και τον μελλοντικό του ρόλο. Tο στοίχημα δηλαδή, συνίσταται στη μείωση του κόστους παραγωγής του «πράσινου υδρογόνου» από AΠE, καθώς σήμερα είναι σαφώς μεγαλύτερο σε σύγκριση με του «γκρι» και του «μπλε» υδρογόνου, που παράγονται από φυσικό αέριο.
Tα στοιχεία δείχνουν ότι το κόστος μειώνεται διαρκώς. Θα είναι όμως σύντομα, συμφέρουσα η διαδικασία παραγωγής του; O Mακρόν εξήγγειλε την κατασκευή δύο γιγαντιαίων μονάδων ηλεκτρόλυσης ενόψει του σχεδίου του για το 2030, αλλά υπάρχουν αρκετά ακόμη προβλήματα που πρέπει να λυθούν πριν από τη φάση μαζικής παραγωγής και αξιοποίησης. Όπως π.χ. η διάβρωση που προκαλεί το υδρογόνο σε πολλά μέταλλα κατασκευής του σημερινού δικτύου φυσικού αερίου, που θα χρησιμοποιηθεί για τη μεταφορά του, η ανυπαρξία επαρκών σταθμών εφοδιασμού κ.α.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ