Όλο και περισσότεροι διατροφολόγοι, αγρονόμοι, οικονομολόγοι και οικολόγοι βρίσκουν στη φάβα την απάντηση απέναντι στις σύγχρονες διατροφικές, γεωργικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις, ενώ μεγάλες διατροφικές εταιρείες τη χρησιμοποιούν για την κατασκευή υποκατάστατων φυτικών προϊόντων.
Τα φυσικά υποκατάστατα για τις ζωικές πρωτεΐνες αποκτούν ολοένα και αυξανόμενη δημοτικότητα ιδίως στις νεότερες γενιές. Ταυτόχρονα η φάβα είναι μία φυτική τροφή ιδιαίτερα πλούσια σε φυτικές πρωτεΐνες, με περιεκτικότητα που φτάνει το 23% στο αποξηραμένο προϊόν, ενώ είναι πλούσια σε φυτικές ίνες και άμυλο. Γι’ αυτό και αποτελεί επιλογή για εταιρείες όπως η Picard για την κατασκευή φυτικών παγωτών, η Beyond Meat για τα φυτικά μπιφτέκια, και η Nestlé για το φυτικό σοκολατούχο ρόφημα.
Στη Γαλλία, η οποία βρίσκεται στην πρώτη θέση στην Ευρώπη σε παραγωγή με 2.090.000 στρέμματα (209.000 εκτάρια), αρχικά χρησιμοποιήθηκε για να υποκαταστήσει τις πρωτεΐνες του γάλακτος, ενώ χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο για τη δημιουργία υποκατάστατων του κρέατος, καθώς για τα υβριδικά αυτά προϊόντα υπάρχει μεγάλη ζήτηση από τους καταναλωτές, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του γραφείου μελετών Protéines XTC.
Ειδικότερα, το κομμάτι της παραγωγής για ανθρώπινη κατανάλωση αυξήθηκε στη Γαλλία κατά περισσότερο από 15% τον χρόνο κατά τα τελευταία 5 χρόνια, ενώ μέσα σε 15 χρόνια αυξήθηκε από το 2% στο 25% σύμφωνα με τα στοιχεία της εταιρείας Sofiprotéol του ομίλου Avril.
Δεν περιέχει γλουτένη, δεν προκαλεί αλλεργίες, είναι εύπεπτη, δεν είναι γενετικά τροποποιημένη, ενώ χρειάζεται πολύ λίγο νερό στην καλλιέργειά της. Επίσης, δεν χρειάζεται αζωτούχο λίπασμα αφού απορροφά το άζωτο από την ατμόσφαιρα. Καλλιεργείται σε ολόκληρη την Ευρώπη, με σπορά το φθινόπωρο και συγκομιδή στις αρχές του καλοκαιριού, ενώ αποτελεί μια εξαιρετική πρώτη εναλλασσόμενη καλλιέργεια για τις κυρίαρχες καλλιέργειες όπως το σιτάρι, των οποίων αυξάνει την παραγωγικότητα, σύμφωνα με τον αγροτικό συνεταιριστικό όμιλο Cérèsia. Επίσης θα μπορούσε να συμβάλει πολύ ουσιαστικά στη μείωση της εξάρτησης της Ευρώπης από την εισαγόμενη σόγια.
Σημειώνεται ότι η καλλιέργεια της φάβας στην Ευρώπη αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στη δεκαετία του ’80 ως εναλλακτική επιλογή απέναντι στη σόγια για την παραγωγή ζωοτροφών, ενώ εγκαταλείφθηκε σταδιακά προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90 και στις αρχές του 21ου αιώνα, για να επανέλθει δυναμικά τα τελευταία 5 χρόνια ως συστατικό για την παραγωγή φυτικών υποκατάστατων για την ανθρώπινη διατροφή.