► Τα θέματα ασφάλειας σκαρφάλωσαν από την πέμπτη στη δεύτερη θέση της κατάταξης των 10 κορυφαίων κινδύνων για τις τηλεπικοινωνίες
► Η βιωσιμότητα αποτελεί έναν εκ των πέντε κορυφαίων προκλήσεων και αποτελεί πλέον στρατηγική προτεραιότητα
► Η κάλυψη δικτύου και η ανθεκτικότητα των υποδομών παραμένει ο κορυφαίος κίνδυνος, καθώς ενισχύεται η έμφαση στην ποιότητα
Οι μεταβαλλόμενες προσδοκίες των καταναλωτών σχετικά με τη χρήση δεδομένων και την ψηφιακή ευημερία, σε συνδυασμό με τις συχνότερες κυβερνοεπιθέσεις, ωθούν τα θέματα προστασίας της ιδιωτικότητας, της ασφάλειας δεδομένων και της εμπιστοσύνης, από την πέμπτη στη δεύτερη θέση της κατάταξης της EY για τις 10 κορυφαίες προκλήσεις για τις εταιρείες τηλεπικοινωνιών (Top 10 risks in telecommunications 2021). Η ετήσια έκθεση της EY, κατατάσσει τις πιο σημαντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι εταιρείες τηλεπικοινωνιών, βάσει ανάλυσης των αποτελεσμάτων διάφορων κλαδικών και καταναλωτικών ερευνών που διεξήγαγε η EY. Με τη ζήτηση για υπηρεσίες σύνδεσης να αυξάνεται συνεχώς, το 75% των παρόχων τηλεπικοινωνιών παρατήρησαν αυξημένα περιστατικά κυβερνοεπιθέσεων τον τελευταίο χρόνο, ενώ το 47% δηλώνουν ότι σήμερα ανησυχούν περισσότερο από ποτέ για τη δυνατότητά τους να διαχειριστούν ανάλογα περιστατικά.
Παράλληλα, ένας νέος κίνδυνος αναδύεται στην πέμπτη θέση της κατάταξης – η κακή διαχείριση της ατζέντας για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτός ο κίνδυνος πυροδοτείται, εν μέρει, από τη στάση των καταναλωτών έναντι των εταιρικών γνωστοποιήσεων για θέματα περιβάλλοντος, κοινωνίας και διακυβέρνησης (ESG): για παράδειγμα, το 79% των καταναλωτών στο Ηνωμένο Βασίλειο απαιτούν από τις επιχειρήσεις να κάνουν περισσότερα ώστε να εξασφαλίσουν ότι οι προμηθευτές τους υιοθετούν βιώσιμες ή ηθικές επιχειρηματικές πρακτικές. Το ζήτημα της βιωσιμότητας «σκαρφαλώνει» και στην ατζέντα των διοικήσεων των εταιρειών. Το 74% των διευθύνοντων συμβούλων εταιρειών τεχνολογίας, media και τηλεπικοινωνιών, αναμένουν οι επιχειρήσεις τους να αναλάβουν προληπτικά την ευθύνη για τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις της δράσης τους.
Η βελτίωση της απόδοσης του δικτύου παραμένει ο Νο. 1 κίνδυνος
Για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, η αποτυχία εξασφάλισης επαρκούς ακτίνας κάλυψης και ανθεκτικότητας για τις υποδομές δικτύου, παραμένει ο κορυφαίος κίνδυνος για τον κλάδο. Με τους καταναλωτές να δίνουν σήμερα, περισσότερο από ποτέ, μεγαλύτερη έμφαση στη συνδεσιμότητα, ως αποτέλεσμα του COVID-19, η βελτίωση της κάλυψης δικτύου και της ποιότητάς της, παραμένει η μεγαλύτερη πρόκληση που καλούνται να διαχειριστούν οι εταιρείες τηλεπικοινωνιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 37% των καταναλωτών στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική δηλώνουν ότι οι υψηλότερες ευρυζωνικές ταχύτητες δεν είναι διαθέσιμες στην περιοχή τους, ενώ το οικονομικό κόστος της ανάπτυξης δικτύων σε απομονωμένες περιοχές αποτελεί πρόκληση για τη δημιουργία μιας ψηφιακής κοινωνίας.
Παράλληλα, η αδυναμία κλιμάκωσης δράσεων ψηφιακού μετασχηματισμού, υποχώρησε από τη δεύτερη στην έκτη θέση της κατάταξης. Η έκθεση υπογραμμίζει ότι η πανδημία του COVID-19 υποχρέωσε πολλές εταιρείες τηλεπικοινωνίων να επιταχύνουν τα σχέδια ψηφιακού μετασχηματισμού τους, και ότι οι διευθύνοντες σύμβουλοι των εταιρειών του κλάδου προωθούν την υλοποίηση νέων μετασχηματιστικών πρωτοβουλιών και επενδύσεων. Παρόλα αυτά, παραμένουν κίνδυνοι, καθώς η υλοποίηση πολλαπλών προγράμματων μετασχηματισμού απαιτεί την προσοχή των διοικήσεων, ενώ εμμένουν οι προκλήσεις σχετικά με την αποδοχή των ψηφιακών εργαλείων από το ευρύ κοινό. Πράγματι, το 54% των καταναλωτών παγκοσμίως δηλώνουν ότι προτιμούν ακόμη τα παραδοσιακά τηλεφωνικά κέντρα για την εξυπηρέτηση των ζητημάτων που αντιμετωπίζουν σχετικά με τις ευρυζωνικές συνδέσεις τους.
Η υγειονομική κρίση συνεχίζει να διαταράσσει τις εφοδιαστικές αλυσίδες
Την πρώτη της εμφάνιση στην κατάταξη κάνει η αποτυχία περιορισμού των διαταραχών στην εφοδιαστική αλυσίδα, που καταλαμβάνει την τέταρτη θέση. Η έκθεση σημειώνει ότι η πανδημία έχει θέσει τις εφοδιαστικές αλυσίδες εξοπλισμού δικτύου και χώρων καταναλωτών (customer premise equipment – CPE) υπό μια άνευ προηγουμένου πίεση, με τα επιμέρους lockdowns να περιορίζουν τη διαθεσιμότητα μηχανικών και την υψηλή ζήτηση να προσθέτει στην έλλειψη κυκλωμάτων (chipsets). Επιπλέον, οι περιορισμοί που θέτουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις σε παρόχους υψηλού ρίσκου, συνεχίζουν να διαταράσσουν τα σχέδια εισαγωγής και λειτουργίας δικτύων 5G, καθώς νέες, αναδυόμενες τεχνολογίες διασπούν τις παραδοσιακές εφοδιαστικές αλυσίδες.
Ακολουθεί η πλήρης κατάταξη των 10 κορυφαίων κινδύνων για τις εταιρείες τηλεπικοινωνιών:
1. Αδυναμία επέκτασης κάλυψης δικτύου και εξασφάλισης ανθεκτικότητας υποδομών
2. Λανθασμένη εκτίμηση των μεταβαλλόμενων απαιτήσεων όσον αφορά την προστασία της ιδιωτικότητας, την ασφάλεια και την εμπιστοσύνη
3. Αδυναμία επανασχεδιασμού της δομής του ανθρώπινου δυναμικού και επαναπροσδιορισμού των δεξιοτήτων του
4. Αδυναμία περιορισμού των διαταραχών στην εφοδιαστική αλυσίδα
5. Κακή διαχείριση της ατζέντας για τη βιώσιμη ανάπτυξη
6. Αδυναμία κλιμάκωσης δράσεων ψηφιακού μετασχηματισμού
7. Αναποτελεσματική διάδραση με εξωτερικά οικοσυστήματα
8. Αδυναμία μεγιστοποίησης της αξίας των περιουσιακών στοιχείων δικτύου
9. Αδυναμία αξιοποίησης νέων επιχειρηματικών μοντέλων
10. Αδυναμία προσαρμογής σε ένα μεταβαλλόμενο ρυθμιστικό τοπίο
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της μελέτης, ο κος Γιώργος Αποστολάκης, Εταίρος στο Τμήμα Συμβουλευτικών Υπηρεσιών και Επικεφαλής του κλάδου Τεχνολογίας, Media και Τηλεπικοινωνιών της ΕΥ Ελλάδος, δήλωσε: «Καθώς η χρήση των τηλεπικοινωνιακών δικτύων αυξήθηκε σημαντικά στη διάρκεια της πανδημίας, και ενώ εντείνεται ο ανταγωνισμός από εναλλακτικούς παρόχους υποδομών, η επέκταση της κάλυψης του δικτύου και η εξασφάλιση της ανθεκτικότητας των υποδομών, παραμένει η βασική πρόκληση για τις εταιρείες τηλεπικοινωνιών, παγκοσμίως, αλλά και στην Ελλάδα. Βλέπουμε, ωστόσο, και νέα ζητήματα να κυριαρχούν στην ατζέντα των στελεχών του κλάδου, όπως η αντιμετώπιση των διαταραχών στις εφοδιαστικές αλυσίδες, αλλά και η διαχείριση της ατζέντας για τη βιώσιμη ανάπτυξη, ενόψει των αυξημένων προσδοκιών των καταναλωτών. Ειδικότερα στα θέματα βιωσιμότητας, ο κλάδος μπορεί να παίξει έναν κρίσιμο ρόλο, βοηθώντας και άλλους τομείς της οικονομίας να μειώσουν σημαντικά το ανθρακικό τους αποτύπωμα, μέσα από τον ψηφιακό μετασχηματισμό τους».