Με ανάρτησή του στον λογαριασμό του στο Facebook, ο Ευάγγελος Βενιζέλος αναφέρεται στο ερμηνευτικό ζήτημα που έμεινε γνωστό ως «ψήφος Αλευρά», δηλαδή «στο ερώτημα αν το 1985, ο τότε Πρόεδρος της Βουλής αείμνηστος Ιωάννης Αλευράς, ενώ ασκούσε τα καθήκοντα του αναπληρωτή του Προέδρου της Δημοκρατίας μετά την παραίτηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή (ως αντίδραση στη μη ανανέωση της θητείας του και την υπόδειξη του Χρήστου Σαρτζετάκη από την τότε κοινοβουλευτική πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ), είχε το δικαίωμα να ασκήσει τα βουλευτικά του καθήκοντα και να μετάσχει στις σχετικές ψηφοφορίες στη Βουλή».
«Το ζήτημα της «ψήφου Αλευρά» είναι πάντα πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα για τη θεωρητική συζήτηση γύρω από την ερμηνεία του Συντάγματος και τις πολιτικές επιπτώσεις της στο πλαίσιο ενός συστήματος διακυβέρνησης και μιας έννομης τάξης, όπως η ελληνική, στην οποία δεν υπάρχει Συνταγματικό Δικαστήριο» ανέφερε μεταξύ άλλων ο κ. Βενιζέλος.
Αναλυτικά, η ανάρτησή του:
«Αποχαιρέτησα χθες με λίγα λόγια τον Χρήστο Σαρτζετάκη. Με αφορμή τον θάνατό του γίνονται αναφορές στο ερμηνευτικό ζήτημα που έμεινε γνωστό ως «ψήφος Αλευρά», δηλαδή στο ερώτημα αν το 1985, ο τότε Πρόεδρος της Βουλής αείμνηστος Ιωάννης Αλευράς, ενώ ασκούσε τα καθήκοντα του αναπληρωτή του Προέδρου της Δημοκρατίας μετά την παραίτηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή (ως αντίδραση στη μη ανανέωση της θητείας του και την υπόδειξη του Χρήστου Σαρτζετάκη από την τότε κοινοβουλευτική πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ), είχε το δικαίωμα να ασκήσει τα βουλευτικά του καθήκοντα και να μετάσχει στις σχετικές ψηφοφορίες στη Βουλή.
Είχε τότε διεξαχθεί έντονη επιστημονική συζήτηση. Το ζήτημα της «ψήφου Αλευρά» είναι πάντα πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα για τη θεωρητική συζήτηση γύρω από την ερμηνεία του Συντάγματος και τις πολιτικές επιπτώσεις της στο πλαίσιο ενός συστήματος διακυβέρνησης και μιας έννομης τάξης, όπως η ελληνική, στην οποία δεν υπάρχει Συνταγματικό Δικαστήριο και συνεπώς υπάρχουν κατηγορίες ζητημάτων ερμηνείας και εφαρμογής του Συντάγματος που δεν επιλύονται δικαστικά, αλλά από τα αρμόδια πολιτικά όργανα και κυρίως από τη Βουλή.
Είχα υποστηρίξει τότε, πριν 37 χρόνια, τη θέση ότι ο Πρόεδρος της Βουλής ασκεί τα καθήκοντα του αναπληρωτή του Προέδρου της Δημοκρατίας ως Πρόεδρος της Βουλής και άρα ως βουλευτής. Συνεπώς δεν μπορεί να αλλοιωθούν οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί με τη μείωση κατά έναν βουλευτή της δύναμης του κόμματος στο οποίο τυχαίνει να ανήκει ο Πρόεδρος της Βουλής. Μάλιστα τη μείωση αυτή θα ήταν συνταγματικά ανεπίτρεπτο να μπορεί να την προκαλέσει παραιτούμενος, ενώ εκκρεμεί η διαδικασία εκλογής, ο απερχόμενος Πρόεδρο της Δημοκρατίας ενοχλημένος επειδή δεν ανανεώνεται η θητεία του.
Επιπλέον όταν, ως έσχατη λύση κατά το Σύνταγμα, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας αναπληρώνει η Κυβέρνηση συλλογικά ( άρθρο 34 παρ.1 Συντ.), ο Πρωθυπουργός και οι υπουργοί προφανώς ασκούν παραλλήλως και τα κυβερνητικά και τα βουλευτικά τους καθήκοντα και μπορούν να είναι υποψήφιοι βουλευτές στις εκλογές που τυχόν θα διεξάγονταν πριν την αναθεώρηση του 2019, εφόσον διαλυόταν η Βουλή λόγω αδυναμίας εκλογής ΠτΔ. Κατά τη λογική της άποψης ότι ο Πρόεδρος της Βουλής ως αναπληρωτής του ΠτΔ δεν ασκεί τα βουλευτικά του καθήκοντα, αυτός δεν θα μπορούσε να είναι ούτε υποψήφιος βουλευτής στις εκλογές που τότε ήταν ενδεχόμενο να προκληθούν λόγω αδυναμίας εκλογής ΠτΔ. Άρα η νέα Βουλή έπρεπε να αναδείξει τον Πρόεδρό της ο όποιος και να αναλάμβανε πλέον την αναπλήρωση του ΠτΔ, με τον Πρόεδρο της προηγούμενης Βουλής να μη είναι πλέον ούτε βουλευτής, ούτε Πρόεδρος της Βουλής, ούτε αναπληρωτής του ΠτΔ, αλλά ένα «θύμα» της προσωρινής επί λίγες ημέρες αναπλήρωσης του ΠτΔ.
Η πρόβλεψη του Κανονισμού της Βουλής (άρθρο 140 παρ. 9) ότι ο Πρόεδρος της Βουλής όταν αναπληρώνει τον ΠτΔ, αναπληρώνεται στα δικά του καθήκοντα από τον πρώτο αντιπρόεδρο της Βουλής, ρυθμίζει πρακτικά ζητήματα εσωτερικής λειτουργίας της Βουλής και δεν έχει το νόημα ότι ο Πρόεδρος της Βουλής στερείται, έστω προσωρινά της βουλευτικής του ιδιότητας. Μια παρόμοια ρύθμιση θα ήταν άλλωστε εκτός του πεδίου του Κανονισμού της Βουλής, διότι οι λόγοι απώλειας της βουλευτικής ιδιότητας ρυθμίζονται περιοριστικά απευθείας από το Σύνταγμα ( άρθρα 55 – 58). Ο ύψιστος όμως κανόνας ερμηνείας απορρέει στην προκειμένη περίπτωση, που αφορά την οργάνωση του κράτους και τη λειτουργία του πολιτεύματος (και όχι τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου), από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και την κοινοβουλευτική αρχή, πρακτικά από τον σεβασμό της αναλογίας της δύναμης των κομμάτων με βάση την οποία συντελούνται τα πάντα στη Βουλή.
Ήταν προφανές, από τις τοποθετήσεις των κομμάτων, ότι από τη συμμετοχή ή μη του Ι. Αλευρά στην ψηφοφορία κρινόταν η εκλογή του Χρήστου Σαρτζετάκη με 180 ψήφους στην τρίτη ψηφοφορία, αλλιώς η Βουλή έπρεπε να διαλυθεί αυτομάτως και να προκηρυχθούν εκλογές σύμφωνα με την τότε ισχύουσα συνταγματική ρύθμιση που αναθεωρήθηκε το 2019. Το ΠΑΣΟΚ θα μετείχε στην ψηφοφορία με έναν βουλευτή λιγότερο από τον αριθμό των εδρών που διέθετε, αλλά η βάση υπολογισμού, δηλαδή ο συνολικός αριθμός των βουλευτών θα παρέμενε 300 ( άρα τα 3/5 = 180), παρότι ο ένας απο τους βουλευτές δεν θα εκλαμβάνονταν προσωρινά ως βουλευτής επειδή ως Πρόεδρος της Βουλής αναπλήρωνε τον ΠτΔ. Δεν μπορεί η ερμηνεία του Συντάγματος να καταλήγει σε κανονιστικά αποτελέσματα που αλλοιώνουν την συγκρότηση και τη σύνθεση της Βουλής και τον συσχετισμό των κοινοβουλευτικών δυνάμεων.
Την αντίθετη άποψη είχαν υποστηρίξει σθεναρά κυρίως ο Αριστόβουλος Μάνεσης και ο Αντώνης Μανιτάκης. Την εδώ υποστηριζόμενη άποψη είχαν συμμεριστεί ο Γιώργος Κασιμάτης και ο Κώστας Μαυριάς.
Τελικά ο Ιωάννης Αλευράς μετείχε στη ψηφοφορία ως βουλευτής που ήταν. Ο Χρήστος Σαρτζετάκης εξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας με 180 ψήφους στην τρίτη ψηφοφορία. Η Βουλή δεν διαλύθηκε, αλλά κίνησε τη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος. Στις εκλογές που ακολούθησαν το ΠΑΣΟΚ νίκησε και σχημάτισε πάλι αυτοδύναμη κυβέρνηση. Λίγους μήνες αργότερα ολοκληρώθηκε η αναθεώρηση του Συντάγματος του 1986 με γενικό εισηγητή τον Αναστάση Πεπονή.
Το ζήτημα της «ψήφου Αλευρά» έχει επιλυθεί, εμμέσως πλην σαφώς, από τον μεταγενέστερο αναθεωρητικό νομοθέτη υπέρ της άποψης που διατυπώνω καθώς υποβλήθηκε πρόταση να εισαχθεί ειδική διάταξη που απαγορεύει τη συμμετοχή του Προέδρου της Βουλής ως αναπληρωτή του ΠτΔ στη διαδικασία εκλογής του νέου Προέδρου και αυτή απορρίφθηκε ρητά και πανηγυρικά. Η πρόταση επανήλθε το 2006, αλλά δεν μπόρεσε να καταστεί τμήμα της αναθεώρησης του 2008. Η πρόταση δεν επανήλθε καν την περίοδο 2018-2019.
Για όσες / όσους ενδιαφέρονται για το θεωρητικό ζήτημα επισυνάπτω το σχετικό κεφάλαιο από το βιβλίο μου Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, Νέα έκδοση, 2021* . Στη βιβλιογραφία σημειώνεται το βασικό κείμενο της αντίθετης άποψης Μάνεση / Μανιτάκη τα κρίσιμα σημεία της οποίας παρουσιάζονται.
Το 1985 ήμουν 28 ετών. Θα έδινα πολλά να γυρίσουμε όλοι στην τότε κατάστασή μας, ο Αριστόβουλος Μάνεσης, ο Δημήτρης Τσάτσος, ο Γιώργος Παπαδημητρίου και εμείς οι ζώντες οι περιλειπόμενοι, όπως ο Αντώνης Μανιτάκης και ο υπόλοιπος κύκλος των ομοτέχνων».