Την Παρασκευή 1 Απριλίου πραγματοποιείται η συνάντηση κορυφής Κίνας – ΕΕ, έπειτα από αρκετές αναβολές.
Η επιβεβαίωση της επερχόμενης συνάντησης έγινε σήμερα από το κινεζικό Yπουργείο Εξωτερικών. Ειδικότερα, οι δύο πλευρές, που θα συνομιλήσουν έπειτα από αρκετές αναβολές λόγω της επιδείνωσής των σχέσεών τους, θα συναντηθούν μέσω τηλεδιάσκεψης, όπως δήλωσε στη διάρκεια τακτικής ενημέρωσης των δημοσιογράφων στο Πεκίνο ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών, Ουάνγκ Ουενμπίν.
Στο πλαίσιο της επικείμενης συνάντησης, λοιπόν, ο υπουργός Εξωτερικών της Ουκρανίας, Ντμίτρο Κουλέμπα, δημοσιοποίησε με ανάρτησή του στο Twitter την επικοινωνία του με τον Ύπατο Εκπρόσωπο της ΕΕ για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας, Ζοζέπ Μπορέλ, σχετικά με τις προετοιμασίες για τη Σύνοδο Κορυφής ΕΕ-Κίνας και τις προσπάθειες για τον τερματισμό της ρωσικής επιθετικότητας.
Ο Κουλέμπα τόνισε πως όσο συνεχίζονται τα βάρβαρα ρωσικά εγκλήματα πολέμου, πρέπει να αυξηθεί η πίεση των κυρώσεων. Κάλεσε, μάλιστα, την Ευρωπαϊκή Ένωση να επιβάλει το συντομότερο δυνατό το πέμπτο πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας και να είναι όσο το δυνατόν πιο σκληρό.
Σημερινό δημοσίευμα της Wall Street Journal, μάλιστα, αναφέρει πως η Ευρωπαϊκή Ένωση εξετάζει το ενδεχόμενο περί ενίσχυσης των κυρώσεων κατά της Ρωσίας στο εγγύς μέλλον. Σύμφωνα με την αμερικανική εφημερίδα, εξετάζονται κυρώσεις σε ρωσικές τράπεζες και οικογένειες επιχειρηματιών, καθώς και αυστηρότεροι περιορισμοί στη χρήση κρυπτονομισμάτων.
Τι θα συζητηθεί στη σύνοδο μεταξύ ΕΕ-Κίνας
Στη σύνοδο κορυφής της Παρασκευής, η ΕΕ θα εκπροσωπηθεί, σύμφωνα με τις έως τώρα πληροφορίες, από τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ, και την Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, οι οποίοι θα μιλήσουν διαδικτυακά με τον Κινέζο πρωθυπουργό Λι Κετσιάνγκ και στη συνέχεια με τον Κινέζο Πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ανέφερε σε δήλωσή του ότι «η σύνοδος κορυφής θα επικεντρωθεί στον πόλεμο στην Ουκρανία, στη δέσμευση της διεθνούς κοινότητας να στηρίξει την Ουκρανία», καθώς και στη «δραματική ανθρωπιστική κρίση που δημιουργήθηκε από την επιθετικότητα της Ρωσίας, τον αποσταθεροποιητικό της χαρακτήρα για τη διεθνή τάξη και τον εγγενή παγκόσμιο αντίκτυπό της».