“Τα έσοδα επιχειρήσεων και νοικοκυριών δέχονται τους τελευταίους μήνες βαρύτατο πλήγμα από την λαίλαπα των ανατιμήσεων, που απειλεί σοβαρά τη βιωσιμότητά τους”, αναφέρει μεταξύ άλλων σε άρθρο του στην εφημερίδα Deal, ο πρόεδρος του Ε.Ε.Α. Γιάννης Χατζηθεοδοσίου.
Ακολουθεί ολόκληρο το άρθρο
“Τα έσοδα επιχειρήσεων και νοικοκυριών δέχονται τους τελευταίους μήνες βαρύτατο πλήγμα από την λαίλαπα των ανατιμήσεων, που απειλεί σοβαρά τη βιωσιμότητά τους.
Τα μέτρα που έχουν μέχρι στιγμής ληφθεί από την κυβέρνηση κινούνται σε θετική κατεύθυνση, αλλά είναι φανερό ότι δεν επαρκούν.
Ως Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών έχουμε ζητήσει να υπάρξουν άμεσα επιπλέον παρεμβάσεις για την ουσιαστική στήριξη επαγγελματιών και εργαζομένων, μεταξύ των οποίων η μείωση του ΦΠΑ στα είδη πρώτης ανάγκης από το 13% στο 6%, η μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα και η αύξηση των δόσεων των πανδημικών οφειλών από τις 72 στις 120.
Σημαντική «ανάσα» μπορεί, παράλληλα, να δοθεί στα νοικοκυριά αλλά και την αγορά, με την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, μία πρόταση που πρώτο το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών έχει καταθέσει, επί της προηγούμενης μάλιστα κυβέρνησης.
Η υλοποίησή της είναι σήμερα επιβεβλημένη όσο ποτέ, τόσο για την επιβίωση των νοικοκυριών που βλέπουν τα εισοδήματά τους να εξανεμίζονται τις πρώτες 19 ημέρες του μήνα και φτάνουν να στερούνται βασικών αγαθών, όπως κατέδειξαν έρευνες της ΓΣΕΒΕΕ και της ΓΣΕΕ, όσο και για την τόνωση της κατανάλωσης.
Εκπροσωπώντας τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, θέλω να υπογραμμίσω ότι για εμάς εργαζόμενοι και επιχειρηματίες είμαστε στην ίδια πλευρά του ποταμού. Μας συνδέουν μακροχρόνιοι και στενοί δεσμοί με τους εργαζομένους στις επιχειρήσεις μας. Την ίδια στιγμή οι εργαζόμενοι είναι και πελάτες, άρα η καταναλωτική τους δυνατότητα επηρεάζει άμεσα τους τζίρους στην αγορά.
Το επίδομα στα ευάλωτα νοικοκυριά και η επιδότηση μέρους της τεράστιας αύξησης σε ρεύμα και φυσικό αέριο, δεν μπορούν να καλύψουν τη μεγάλη απώλεια αγοραστικής δύναμης των πολιτών, που επιδεινώνεται μήνα με τον μήνα.
Και φυσικά, όσο το εισόδημα των εργαζομένων εξαντλείται σε σούπερ μάρκετ και λογαριασμούς ενέργειας, τόσο οι τζίροι των μικρομεσαίων επιχειρήσεων θα συνεχίζουν να κατρακυλούν. Υπάρχουν σήμερα κλάδοι, όπως η ένδυση και η υπόδηση, που η μείωση φτάνει το 40% και το 50%.
Η αύξηση του κατώτατου μισθού θα έχει, επομένως, σημαντικά οφέλη. Δεν πρέπει, ωστόσο, να παραγνωρίζουμε τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, στις οποίες καλούνται να λειτουργήσουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, κουβαλώντας στις πλάτες τους τα βάρη των 10ετών μνημονίων, της πανδημίας του κορονοϊού και της καλπάζουσας ακρίβειας.
Αυτό σημαίνει ότι για να μπορέσουν οι μικρομεσαίοι να ανταποκριθούν στην αύξηση του κατώτατου μισθού, χωρίς να διακινδυνεύεται η βιωσιμότητά τους αλλά και οι θέσεις απασχόλησης, απαιτείται η ταυτόχρονη ελάφρυνσή τους.
Θυμίζουμε ότι εξακολουθούν να υφίστανται μνημονιακοί φόροι, όπως το τέλος επιτηδεύματος και η εισφορά αλληλεγγύης, η προκαταβολή φόρου βαραίνει επίσης υπέρμετρα τους επαγγελματίες, ενώ το μη μισθολογικό κόστος φτάνει να είναι ανάλογο του μισθολογικού.
Λέμε, λοιπόν, «ναι» στην αύξηση του κατώτατου μισθού, με παράλληλη όμως μείωση του μη μισθολογικού κόστους, καθώς και ελάφρυνση φορολογικών βαρών για τις επιχειρήσεις.
Εργαζόμενοι και αγορά χρειάζονται, χωρίς άλλη καθυστέρηση, μία ζωτική «ανάσα» για να μπορέσουν να κρατηθούν όρθιες στον μακρύ, απ’ ό,τι φαίνεται δρόμο της ακρίβειας.»