Η ναυτιλία μαζί με τον τουρισμό αποτελούν τη ναυαρχίδα της ελληνικής οικονομίας. Συγκεκριμένα όσον αφορά στη ναυτιλία θα μπορούσε να συμβάλλει ενεργά στην εθνική οικονομία. Όπως υποστηρίζει το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών χρειάζεται να γίνουν έξι τομές σε βασικούς τομείς της ναυτιλιακής δραστηριότητας από την πλευρά της Πολιτείας προκειμένου η ναυτιλία να αναλάβει σημαντικό ρόλο στην Οικονομία.
Οι προτεραιότητες περιγράφονται σε άρθρο με τίτλο: «Η ποντοπόρος ναυτιλία ως μοχλός ανάπτυξης στην Ελλάδα: Αξιολόγηση και προτάσεις πολιτικής» που δημοσιεύεται στην τετραμηνιαία έκθεση του Κέντρου και υπογράφουν η κυρία Ευαγγελία Κασιμάτη και ο χρηματοοικονομικός αναλυτής κ. Νίκος Βεράρος.
Προβολή ναυτιλιακών σπουδών
Καταρχάς ζητείται η αναβάθμιση και προβολή των ναυτιλιακών σπουδών, καθώς όπως σημειώνεται «σε μία περίοδο που η ανεργία στη χώρα μας διογκώνεται ταχύτατα λόγω την οικονομικής κρίσης, η ζήτηση από τα ναυτιλιακά γραφεία για Έλληνες αξιωματικούς πλοίων μεγαλώνει συνεχώς λόγω της μεγέθυνσης του στόλου».
Αναβάθμιση υπηρεσιών
Έμφαση ζητείται να δοθεί και στην αναβάθμιση των ευρύτερων υπηρεσιών που είναι διαθέσιμες για να υποστηρίξουν τα ναυτιλιακά γραφεία στη λειτουργία τους. Στόχος «η Ελλάδα να καταστεί ένας ανταγωνιστικός προορισμός στην προσφορά ναυτιλιακών υπηρεσιών σε διεθνές επίπεδο».
Αναβάθμιση θεσμικού-φορολογικού πλαισίου
Σε αυτό το πλαίσιο απαιτείται, αναφέρουν οι συγγραφείς, εκσυγχρονισμός και αναβάθμιση του θεσμικού και φορολογικού πλαισίου λειτουργίας των γραφείων και επιχειρήσεων. Όπως αναφέρεται «το ελληνικό κράτος πρέπει να χαρτογραφήσει όλο το φάσμα των υπηρεσιών που σχετίζονται με τη ναυτιλία (νομικές, χρηματοοικονομικές, ασφαλιστικές, μεσιτικές, συμβουλευτικές κλπ.), να εκτιμήσει τα οφέλη από την κάθε μία και να δημιουργήσει ένα πλαίσιο που θα προάγει τη λειτουργία τους. Σημειώνεται ότι αυτού του είδους οι δραστηριότητες αποτελούν μία διέξοδο εργασίας υψηλά καταρτισμένου εργατικού δυναμικού με πολύ καλές προοπτικές αμοιβών».
Εξειδικευμένες σπουδές στα πανεπιστήμια
Η έκθεση του Κέντρου Προγραμματισμού εισηγείται την προώθηση στα ελληνικά πανεπιστήμια εξειδικεύσεων σπουδών που σχετίζονται με εφαρμογή επιστημών (π.χ. νομικά, χρηματοοικονομικά) στη ναυτιλία και να υπάρξει στενή συνεργασία με τη ναυτιλιακή κοινότητα.
Με αυτό το σκεπτικό προωθείται και η ιδέα της προσέγγισης του ελληνικού χρηματιστηρίου με τη ναυτιλιακή κοινότητα, ώστε να υπάρξουν εισαγωγές ναυτιλιακών εταιρειών και στην Ελλάδα και προσέγγιση του τραπεζικού συστήματος με τη ναυτιλιακή κοινότητα, με την προοπτική της μεγέθυνσης της εισαγωγής και παραμονής ναυτιλιακών κεφαλαίων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Οι συγγραφείς προβλέπουν ότι «σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο η τραπεζική στενότητα που παρατηρείται διεθνώς αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά και τη λειτουργία των ναυτιλιακών επιχειρήσεων, λόγω του χαρακτήρα εντάσεως κεφαλαίου που έχει η ναυτιλιακή δραστηριότητα. Σε βάθος χρόνου, όμως, το πεδίο είναι λαμπρό και η τρέχουσα στενότητα μάλλον θα δημιουργήσει ευκαιρίες για μεγαλύτερα κέρδη, καθώς ο παγκόσμιος στόλος δεν θα μεγεθυνθεί όσο θα αναμενόταν εάν η χρηματοδότηση ήταν απρόσκοπτη».
«Ανθεί» παρά την κρίση
Η έκθεση επιβεβαιώνει ότι ισχύει και σήμερα η διαπίστωση ότι ο ελληνόκτητος στόλος παραδοσιακά ανταγωνίζεται εκείνον της Ιαπωνίας για τον τίτλο της μεγαλύτερης ναυτιλιακής δύναμης παγκοσμίως. Στις αρχές του 2011 ο ελληνικότητος στόλος αποτελούσε το 15,1% του παγκόσμιου στόλου (μετρημένου σε χωρητικότητα εκτοπίσματος – dwt), πρώτος με μικρή διαφορά από την Ιαπωνία.
Επίσης η μέση ηλικία των ελληνικών πλοίων ήταν ελαφρά χαμηλότερη από τον παγκόσμιο μέσο όρο και αρκετά υψηλότερη από το στόλο των άλλων δυο μεγάλων ναυτιλιακών δυνάμεων, της Ιαπωνίας και της Γερμανίας και βρίσκεται μακράν του πιο γηρασμένου κινεζικού στόλου. Ακόμη ο ελληνόκτητος στόλος αποτελούσε το 44% του στόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σχετικά με τις ναυπηγήσεις πλοίων στις δυο βασικές κατηγορίες πλοίων μεταφοράς ξηρού φορτίου και των δεξαμενόπλοιων το ποσοστό των ελληνόκτητων ναυπηγήσεων χαρακτηρίζεται ως εντυπωσιακά υψηλό, παρά τη διεθνή οικονομική κρίση.
Από την ανάλυση των νηολογίων προκύπτει ότι η ελληνική σημαία αντιπροσωπεύει το 32% του συνολικού στόλου, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά χρήσης της εγχώριας σημαίας για την Ιαπωνία και την Γερμανία είναι μόλις 9% και 15% αντιστοίχως.
Για τον ελληνικό στόλο δημοφιλείς επιλογές σημαιών αποτελούν αυτές του Παναμά, της Μάλτας, της Λιβερίας και των νήσων Μάρσαλ που αντιπροσωπεύουν όλες μαζί το 46% του αριθμού των πλοίων του συνολικού στόλου.
Αναφορικά με την συμμετοχή της ναυτιλίας στο ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών αναφέρεται μεταξύ άλλων στην έκθεση πως «οι εισπράξεις από θαλάσσιες μεταφορές αποτελούν κατά μέσο όρο το 29% των εισπράξεων από τις εξαγωγές των αγαθών και υπηρεσιών και το 45% των εισπράξεων μόνο των υπηρεσιών, κατηγορία στην οποία εντάσσονται. Το 2010 οι εισπράξεις των θαλασσίων μεταφορών αντιπροσωπεύουν το 106% του συνολικού πλεονάσματος του ισοζυγίου υπηρεσιών. Με άλλα λόγια, εάν δεν υπήρχε ελληνική ναυτιλία το 2010, το ισοζύγιο υπηρεσιών θα ήταν ελλειμματικό».