Αντισυνταγματική έκρινε το ΣτΕ τη στέρηση σύνταξης σε υπαλλήλους της ΔΕΗ που έχουν καταδικαστεί για απιστία, απάτη, υπεξαίρεση κ.λπ. σε βάρος της εταιρείας και του Δημοσίου.
Συγκεκριμένα, αντίθετη με τις συνταγματικές επιταγές είναι η νομοθετική διάταξη του 1966 η οποία στερεί τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα (κύρια και επικουρική σύνταξη, παροχές υγείας, εφ’ άπαξ, κ.λπ.) στους εργαζομένους της ΔΕΗ σε περίπτωση ποινικής καταδίκης του μετά από διάπραξη κολάσιμων πράξεων, όπως έκρινε η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Σύμφωνα με την επίδικη διάταξη σε περίπτωση καταδίκης εργαζομένου στη ΔΕΗ σε ποινή κάθειρξης για την τέλεση των αξιόποινων πράξεων της υπεξαίρεσης, απάτης, πλαστογραφίας και απιστίας σε βάρος της εταιρείας, ή του Ελληνικού Δημοσίου επέρχεται ως συνέπεια η πλήρης και οριστική απώλεια του κύριου συνταξιοδοτικού δικαιώματος, με περαιτέρω συνέπειες την απώλεια του δικαιώματος σε επικουρική σύνταξη, σε παροχές υγείας καθώς και του δικαιώματος για εφ’ άπαξ βοήθημα.
Οι Σύμβουλοι της Επικρατείας έκριναν ότι η επίμαχη ρύθμιση αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος.
Ακόμη, οι Σύμβουλοι Επικρατείας επισημαίνουν ότι κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ερμηνευομένου εν όψει και της αρχής της ισότητας, δεν δύναται, κατ’ αρχήν, η ποινική καταδίκη εργαζόμενου της ΔΕΗ να αποτελέσει πρόσφορο κριτήριο για τη στέρηση ή τον περιορισμό δικαιώματος κοινωνικής ασφάλισης, δυνάμενο να δικαιολογήσει τη διαφορετική μεταχείριση αυτού ως προς τη χορήγηση συνταξιοδοτικών παροχών.
Και αυτό, γιατί η επίμαχη νομοθετική ρύθμιση «δεν τελεί σε άμεση συνάφεια με τη λειτουργία της ίδιας της ασφαλιστικής σχέσης, η οποία έχει ως αποστολή κατά το Σύνταγμα την προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων που αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται με τη χορήγηση παροχών αναλόγων προς τις καταβληθείσες εισφορές και το συνολικό χρόνο ασφάλισης με παράλληλη μέριμνα για την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου, με αποτέλεσμα να αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος».