Ισχυρή αγορά εργασίας, ταχεία ανάκαμψη του τουρισμού και πρόσθετη δημοσιονομική στήριξη, αμβλύνουν τις επιπτώσεις από την κλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων, σύμφωνα με εκτιμήσεις των οικονομικών αναλυτών της Εθνικής Τράπεζας στην ανάλυση με θέμα «Χτίζοντας άμυνες ενάντια στον πληθωρισμό».
Όπως αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην εκτενή ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας, ο πληθωρισμός, βάσει ΔΤΚ, αναμένεται να κορυφωθεί το 2ο τρίμηνο, σημειώνοντας πολύ ήπια επιβράδυνση το 3ο τρίμηνο (με τη συνδρομή και των νέων μέτρων για μείωση του κόστους ηλεκτρισμού), η οποία αναμένεται να επιταχυνθεί από το 4ο τρίμηνο του 2022 και μετά, όταν θα λειτουργήσει υποβοηθητικά η σύγκριση με τους αντίστοιχους μήνες του 2021, οπότε και άρχισαν να αυξάνονται έντονα οι τιμές με επίκεντρο την ενέργεια. Συνολικά, για το 2022, σύμφωνα με τις επικαιροποιημένες εκτιμήσεις που ενσωματώνουν τις προσδοκίες των αγορών για παγίωση ακόμη πιο υψηλών τιμών στα καύσιμα και τις αυξανόμενες δευτερογενείς επιδράσεις που ενισχύονται και από την ανθεκτική ζήτηση, ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί στο 8,5% κατά μ.ο., ενώ το 2023 θα υποχωρήσει στο 2,4%.
Αναμφισβήτητα, η διαφαινόμενη ανθεκτικότητα της ζήτησης -ειδικά στο σκέλος των υπηρεσιών με αυξανόμενη ώθηση από τον τουρισμό- θα επιβραδύνει την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού τους επόμενους μήνες, καθώς οι συνθήκες ομαλοποιούνται με την άρση και των τελευταίων περιορισμών που σχετίζονταν με την πανδημία. Η διαφαινόμενη υπεραπόδοση του τουρισμού, πέρα από την προφανή στήριξη στη δραστηριότητα και τις τιμές των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών που σχετίζονται άμεσα με τον κλάδο, στηρίζει έμμεσα τις επιδόσεις και την απασχόληση σε ένα ολόκληρο πλέγμα επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, επιδρώντας και στην τιμολογιακή τους πολιτική σε μια περίοδο που οι κλιμακούμενες αυξήσεις στο κόστος παραγωγής δεν είναι εφικτό να απορροφηθούν από τις επιχειρήσεις, εκτιμούν οι αναλυτές της Τράπεζας.
Η αυξανόμενη απασχόληση και οι μισθολογικές αυξήσεις θα διαδραματίσουν κομβικό ρόλο στη στήριξη του εισοδήματος των νοικοκυριών
Οι ιδιαιτέρως ενθαρρυντικές τάσεις στην ελληνική αγορά εργασίας, αναφορικά τόσο με τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης, όσο και με τις μισθολογικές εξελίξεις, αναμένεται να συμβάλουν στην αντιστάθμιση των πιέσεων του αυξανόμενου πληθωρισμού στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Η ελληνική αγορά εργασίας ξεκίνησε με αυξανόμενη δυναμική το 2022, μετά από ένα ενθαρρυντικό 2021, όπου η απασχόληση αυξήθηκε κατά 1,3% σε ετήσια βάση (+4,5% ετησίως το 2ο εξάμηνο του 2021), με το ποσοστό ανεργίας να υποχωρεί σε χαμηλό 11,5 ετών στο 12,8% τον Δεκέμβριο του 2021. Το 1ο τρίμηνο του 2022, η αύξηση της απασχόλησης εκτινάχθηκε στο 12,0% σε ετήσια βάση (ενισχυόμενη εν μέρει και από τη χαμηλότερη βάση σύγκρισης λόγω των περιορισμών της πανδημίας στις αρχές του 2021), ξεπερνώντας το προ-πανδημίας επίπεδο την ίδια περίοδο το 2019 κατά 9,6% (ή κατά 256.000 εργαζόμενους).
Με δεδομένη την αυξανόμενη πιθανότητα σύγκλισης της τουριστικής δραστηριότητας με το διαχρονικό υψηλό του 2019 (τουλάχιστον σε όρους εισπράξεων), θα μπορούσαν να προστεθούν περισσότερες από 60.000 θέσεις εργασίας -σε ετήσια βάση- συνεισφέροντας άμεσα περίπου 1,5 ποσοστιαία μονάδα στην ετήσια αύξηση της απασχόλησης το 2022. Τα στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού για το 1ο τρίμηνο του 2022 έδειξαν ισχυρότερη από την αναμενόμενη δυναμική στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης, η οποία συνεκτιμώντας και τις τάσεις που αποτυπώνονται στην Εργάνη, προβλέπεται ότι θα μεταφραστεί σε ετήσια αύξηση της απασχόλησης το 2022 της τάξης του 4,5%, με την ανεργία να μειώνεται κοντά στο 11,0% τον Δεκέμβριο του 2022 (σημειώνεται ότι ο ενεργός πληθυσμός εμφανίζεται το δίμηνο Φεβρουάριου-Μαρτίου αυξημένος κατά 50.000 άτομα ή +1%, περίπου, σε σχέση με το προ-πανδημίας επίπεδό του). Η ανωτέρω πρόβλεψη για την απασχόληση βασίζεται σε μάλλον συντηρητικές εκτιμήσεις σχετικά με τον ρυθμό προσλήψεων σε υπηρεσίες που σχετίζονται με τον τουρισμό το 2ο και 3ο τρίμηνο, καθώς και σε άλλους βασικούς τομείς όπως η μεταποίηση, το λιανικό εμπόριο, οι κατασκευές και οι μεταφορές που έχουν ήδη δείξει αυξημένη δυναμική το 2021 και εκτιμάται ότι επίσης θα ωφεληθούν από τις θετικές δευτερογενείς επιπτώσεις του τουρισμού, αναφέρεται μεταξύ άλλων στην μελέτη.
Οι προαναφερθείσες εξελίξεις δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για μια ευρύτερη προσαρμογή των μισθών του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα, μετά από μια μακρά περίοδο συγκράτησης. Πιο συγκεκριμένα, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 9,7% ετησίως – στα 663 ευρώ μηνιαίως τον Ιανουάριο του 2022 και στα 713 ευρώ το Μάιο του 2022, έναντι 650 ευρώ τον Δεκέμβριο του 2021. Αυτή η προσαρμογή ακολουθεί παρόμοιες ανοδικές τάσεις και σε άλλες χώρες της ΕΕ. Οι εν λόγω τάσεις διατηρούν αλώβητα τα κέρδη, σε όρους ανταγωνιστικότητας κόστους, που σημειώθηκαν στην Ελλάδα κατά την προηγούμενη δεκαετία, όταν το συγκριτικό μοναδιαίο κόστος εργασίας ως προς την ευρωζώνη μειώθηκε κατά σχεδόν 20%, αντιστρέφοντας τις απώλειες της περιόδου 2000-2008.
Η ισχυρή ζήτηση, οι δυσκολίες εξεύρεσης στελεχών σε συγκεκριμένες θέσεις χαμηλής αλλά και υψηλής εξειδίκευσης, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη παραγωγικότητα και τα ανθεκτικά εταιρικά αποτελέσματα, ενθαρρύνουν τη σταδιακή προσαρμογή των μισθών και στην υπόλοιπη οικονομία.
Η αύξηση της μέσης αμοιβής εργασίας, σε ονομαστικούς όρους, αναμένεται να προσεγγίσει το 2-2,5% το 2022 και το 1,5% το 2023. Η εν λόγω αύξηση, σε συνδυασμό με εκτιμώμενη άνοδο της απασχόλησης κατά 4,5% το 2022 και 1,5% το 2023, εκτιμάται ότι οδηγούν σε ετήσια αύξηση της συνολικής αμοιβής εργασίας κατά σχεδόν 6,5% το 2022 και κατά 3,0% το 2023 (υποθέτοντας περίπου σταθερή απασχόληση και μισθούς στο δημόσιο τομέα).
Η στήριξη από διάφορους παράγοντες (που αναλύονται στην μελέτη (προσεγγίζει το 9% του διαθεσίμου εισοδήματος των νοικοκυριών κατά το 2021 και φαίνεται ικανή να αντισταθμίσει πλήρως την επιβάρυνση από τον πληθωρισμό σε ετήσια βάση (+8,5% το 2022).
Η ανθεκτική ζήτηση, η αυξημένη τιμολογιακή ισχύς και τα σημαντικά αποθέματα ρευστότητας θα αμβλύνουν την πίεση στις επιχειρήσεις από το αυξανόμενο κόστος παραγωγής
Ο επιχειρηματικός τομέας καλείται να ανταπεξέλθει στις πρωτοφανείς αυξήσεις στο κόστος παραγωγής, αλλά και σε ελλείψεις πρώτων υλών, ενώ υφίσταται έντονες -άμεσες και έμμεσες- επιδράσεις από τη διάχυση των ανατιμήσεων σε ολόκληρη την αλυσίδα παραγωγής και διανομής. Αναμφισβήτητα, ο αντίκτυπος σε διαφορετικούς κλάδους και κατηγορίες επιχειρήσεων ποικίλλει ανάλογα με την εξάρτηση κάθε τομέα από εισαγόμενα ενεργειακά και μη ενεργειακά προϊόντα, καθώς και όσον αφορά τις διαφορές στην ελαστικότητα της τελικής ζήτησης ως προς την τιμή συγκεκριμένων προϊόντων και υπηρεσιών που προσδιορίζει την τιμολογιακή ισχύ της επιχείρησης.
Οι πιο αδύναμες χρηματοοικονομικά επιχειρήσεις βρίσκονται, αναμφισβήτητα, ενώπιον μιας νέας δοκιμασίας, οι επιδράσεις της οποίας θα εξαρτηθούν και από την τελική διάρκεια της διαταραχής. Ωστόσο, όσον αφορά τη συνολική εικόνα του επιχειρηματικού τομέα, και ειδικά τις υγιείς επιχειρήσεις, το πλήγμα είναι διαχειρίσιμο. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΕΤΕ, που βασίζονται σε ιστορικά στοιχεία των καθαρών εισαγωγών προϊόντων για βιομηχανική χρήση και τις παρατηρούμενες τάσεις των τιμών εισαγωγών καθώς και της δαπάνης για ενεργειακά αγαθά, στο 1ο τρίμηνο του 2022, η δυνητική ετήσια επιβάρυνση στην επιχειρηματική κερδοφορία από την επιδείνωση των όρων εμπορίου θα μπορούσε να φτάσει τα 7 δισ. ευρώ, σε ονομαστικούς όρους ή το 3,6% του ΑΕΠ στο σύνολο του 2022.
Επιπλέον, η εκτιμώμενη προσαρμογή των μισθών θα μπορούσε να προσθέσει έως και 1,5 δισ. ευρώ στο κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων. Η συνδυαστική επίδραση από τις ανατιμήσεις στις παραγωγικές εισροές και την αύξηση των μισθών εκτιμάται κοντά στα 8,5 δισ. ευρώ ή 4,3% του ΑΕΠ (περίπου το 1/4 της ακαθάριστης λειτουργικής κερδοφορίας των ελληνικών επιχειρήσεων το 2021, όπως προσεγγίζεται από το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα).
Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικοί παράγοντες που μετριάζουν τον αντίκτυπο των παραπάνω εξελίξεων στις επιχειρηματικές επιδόσεις.
Οι κυριότεροι είναι οι ακόλουθοι:
-Η ανθεκτικότητα της ζήτησης, που αντικατοπτρίζεται στην επιταχυνόμενη άνοδο του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων (αύξηση κατά 20,2 δισ. ευρώ, σε ετήσια βάση, το 1ο τρίμηνο του 2022, 16,8 δισ. ευρώ υψηλότερα από τα προ-πανδημίας επίπεδά τους).
-Το ισχυρό ξεκίνημα της τουριστικής περιόδου και τα ολοένα και πιο ενθαρρυντικά σημάδια για τους επόμενους μήνες, με σημαντική πιθανότητα να καλυφθεί από φέτος η εναπομένουσα απόσταση 7 δισ. ευρώ από την κορυφαία ιστορικά επίδοση κατά το 2019.
-Η ισχυρή ανάκαμψη της κερδοφορίας των επιχειρήσεων το 2021 σε υψηλό 10ετίας ύψους 32,2 δισ. ευρώ (+8 δισ. ευρώ ετησίως), σε συνδυασμό με σημαντικά αποθέματα ρευστότητας (42 δισ. ευρώ το 1ο τρίμηνο του 2022, παραμένοντας κοντά σε ιστορικά υψηλά επίπεδα).
-Η αυξημένη τιμολογιακή ισχύς και η πρόσθετη δημοσιονομική στήριξη στις επιχειρήσεις.
Συμπερασματικά, με δεδομένη την επίδραση των ανωτέρω σημαντικών αντισταθμιστικών παραγόντων, θεωρούμε ότι η ιδιωτική κατανάλωση, παρά τη μεγάλη πληθωριστική επιβάρυνση, θα παραμείνει σε θετική τροχιά, σημειώνοντας μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης περίπου 1,5-2,0% το 2022 και 2,8% το 2023 (σε σταθερές τιμές), υποστηρίζοντας την υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας σε σύγκριση με το μέσο όρο της ευρωζώνης.