Τις δομικές αλλαγές που πρόκειται να επιφέρει στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης το νέο σύστημα αξιολόγησης και στοχοθεσίας ανέδειξε ο υπουργός Εσωτερικών Μάκης Βορίδης κατά τη διάρκεια της πρώτης ανάγνωσης και επεξεργασίας του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Εσωτερικών με τίτλο: “Σύστημα στοχοθεσίας, αξιολόγησης και ανταμοιβής για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης και άλλες διατάξεις για το ανθρώπινο δυναμικό του δημόσιου τομέα” στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής.
Ο κ. Βορίδης επεσήμανε ότι βασικός στόχος του νέου συστήματος αξιολόγησης είναι η ανίχνευση των ισχυρών και των αδύναμων σημείων των εργαζομένων προκειμένου αυτά να ενισχυθούν και ξεκαθάρισε ότι προωθείται μία αλλαγή φιλοσοφίας στο ελληνικό Δημόσιο που βασίζεται στη διαρκή βελτίωση των δεξιοτήτων μέσα από ολοκληρωμένα σχέδια δράσης τα οποία δεν ενέχουν τιμωρητικό χαρακτήρα.
Ο υπουργός περιέγραψε το ισχύον σύστημα αξιολόγησης που νομοθέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ ως ένα διοικητικά βαρύ σύστημα του οποίου το συνολικό κόστος ανέρχεται ετησίως στα 40 εκατομμύρια ευρώ σε ανθρωποώρες, σημειώνοντας δε ότι το αποτέλεσμα της δεν προσέφερε καμία δυνατότητα αξιοποίησης.
Ενδεικτικά, εξήγησε ότι η βαθμολόγηση των υπαλλήλων τοποθετείται σε μία κλίμακα από το 0 έως το 100, όπου 90 έως 100 κρίνονται άριστοι υπάλληλοι, από 75 έως 90 πολύ επαρκείς, από 50 έως 75 επαρκείς και μερικώς επαρκείς και κάτω από 50 ανεπαρκείς και ακατάλληλοι. Σύμφωνα με τα βαθμολογικά στοιχεία του ισχύοντος συστήματος σε ποσοστιαία βάση που παρουσίασε ο υπουργός, το 51,5% των υπαλλήλων έχει κριθεί ότι εξασκεί άριστα τα καθήκοντά του ενώ το 46,11% πολύ επαρκώς. Αθροιζόμενα τα παραπάνω ποσοστά δίνουν ένα σύνολο “πολύ επαρκώς” και “άριστων” υπαλλήλων της τάξεως του 97,61% τόνισε και πρόσθεσε ότι το 2,23% κρίνονται “επαρκείς” και “μερικώς επαρκείς” και σε ποσοστό 0,16% “ανεπαρκείς” και “ακατάλληλοι”.
Συνεπώς, παρατήρησε, για τους παραπάνω λόγους, το ισχύον σύστημα εγκαταλείπεται σταδιακά από όλες τις μεγάλες πολυπρόσωπες επιχειρήσεις ανά τον κόσμο και αναζητείται στη θέση του ένα σύστημα αξιολόγησης, εν είδει έμμεσου διαλόγου, που έχει ως στόχο να ανιχνεύσει και να βελτιώσει τις δεξιότητες στις οποίες υστερεί ο υπάλληλος.
Παράλληλα, ο κ. Βορίδης παρουσίασε τις σημαντικές αλλαγές που επέρχονται στην αξιολόγηση των προϊσταμένων, η οποία θα καθορίζεται σε ποσοστό 50% από την επίτευξη της στοχοθεσίας της οργανικής τους μονάδας, σε ποσοστό 40% από την αξιολόγηση των δεξιοτήτων τους και σε ποσοστό 10% από την κρίση των υφισταμένων τους οι οποίοι θα τους βαθμολογούν σε μία κλίμακα από 1 έως 5.
Με αυτό τον τρόπο, όπως ανέφερε, επιτυγχάνεται στενή σύνδεση της στοχοθεσίας με την αξιολόγηση και η επίτευξη της ανατίθεται στους προϊσταμένους, υπενθυμίζοντας ότι η στοχοθεσία και η σύνδεση της με την αξιολόγηση προβλεπόταν και στο προηγούμενο σύστημα, χωρίς ωστόσο να εφαρμοστεί ποτέ καθώς απαιτούσε υπουργική απόφαση η οποία δεν υλοποιούνταν.
“Με το νέο σύστημα η διαδικασία της στοχοθεσίας αποσυνδέεται από την απόφαση του Υπουργού και μεταφέρεται σε υπηρεσιακό επίπεδο όπου και θα εκκινεί ανεξάρτητα από το αν έχει λάβει σχετική απόφαση ο υπουργός ή όχι” είπε και πρόσθεσε ότι βασική επιλογή του νέου συστήματος στοχοθεσίας είναι αυτή να καθορίζεται από κοινού από τον προϊστάμενο και τον υφιστάμενο μίας οργανικής μονάδας. Διευκρίνισε ωστόσο ότι σε περίπτωση που υπάρξει διχογνωμία, ο προϊστάμενος έχει τον πρώτο λόγο για την τελική της διαμόρφωση.
Περιέγραψε μάλιστα τη διαδικασία της στοχοθεσίας ως μία πυραμίδα η οποία ξεκινά από τον υπάλληλο και φτάνει στον υπουργό. Σε περίπτωση που κάποιο μέρος αυτής της πυραμίδας αποφασίσει να ενεργήσει με δόλο εις βάρος κάποιου άλλου, θέτοντας έναν ακατόρθωτο στόχο, τότε θα αποτύχει συνολικά η στοχοθεσία και επομένως και ο ίδιος, δήλωσε. Αντίστοιχα, σε περίπτωση που συμφωνηθεί από κοινού με όλους τους εμπλεκόμενους ο πήχυς της στοχοθεσίας να τεθεί χαμηλά, τότε αυτό θα επιφέρει μία σειρά δυσμενών επιπτώσεων στον υπουργό.
Τέλος, αναφορικά με το ζήτημα υποστελέχωσης που τυχόν αντιμετωπίζουν ορισμένες οργανικές μονάδες και τους ισχυρισμούς της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι εκεί είναι αδύνατο να εφαρμοστεί η στοχοθεσία, ο κ. Βορίδης διευκρίνισε ότι αυτή διαμορφώνεται με ρεαλιστικά κριτήρια, προσαρμοσμένα πάντοτε στις πραγματικές δυνατότητες της εκάστοτε οργανικής μονάδας.