Το εμπορικό ισοζύγιο αγροδιατροφικών προϊόντων είναι πλεονασματικό, αλλά, το πλεόνασμα αυτό δεν είναι δύσκολο να μειωθεί στα επόμενα χρόνια και χρειάζεται συντονισμένη δράση του κλάδου για να συνεχίσει να επιτυγχάνεται.
Αυτό σημειώνεται στην τρίτη ανάλυση επικαιρότητας του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) για το 2022 με τίτλο «Πλεονασματικό για δεύτερη συνεχή χρονιά το εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων και τροφίμων: Συγκυρία ή μακροχρόνια προοπτική;»
Όπως αναφέρεται, για να διατηρηθεί θετικό το ισοζύγιο στα αγροδιατροφικά προϊόντα, θα πρέπει να συνεισφέρουν όλες οι ομάδες προϊόντων.
Είναι, φυσικά, προφανές ότι κάποιες (π.χ. οπωροκηπευτικά και προϊόντα κρέατος) παίζουν πολύ σημαντικότερο ρόλο από άλλες (π.χ. δορές). Άξια ιδιαίτερης μνείας είναι τα γαλακτοκομικά, τα οποία από έντονα ελλειμματικά έχουν σχεδόν εξαλείψει το έλλειμμα μέσω της συνεχούς και δυναμικής αύξησης των εξαγωγών τους (κυρίως φέτας και γιαουρτιού). Οι υδατοκαλλιέργειες έχουν επίσης μεγάλες δυνατότητες, ανταποκρινόμενες στη διεθνή αλματώδη αύξηση της ζήτησης για ιχθυηρά, δεδομένων των περιορισμών της θαλάσσιας αλίευσης (Χύμης, 2016).
Τα προϊόντα κρέατος είναι η ομάδα με το μεγαλύτερο έλλειμμα ιστορικά, ακολουθούμενη από τις ζωοτροφές. Μόνο αυτές οι δύο κατηγορίες παρουσίασαν έλλειμμα το 2021 που υπερβαίνει τα 1,5 δισ. ευρώ. Εάν συνυπολογίσουμε και τις εισαγωγές ελαιωδών σπόρων (κυρίως σόγιας) που προορίζονται βασικά για ζωοτροφή, τότε το έλλειμμα αυτών των προϊόντων που σχετίζονται με τον κτηνοτροφικό κλάδο πλησιάζει τα 1,65 δισ. ευρώ.
Έχει κρίσιμη σημασία να καταφέρει ο κτηνοτροφικός κλάδος να γίνει παραγωγικότερος, με καθετοποιημένη παραγωγή, δηλαδή από την παραγωγή ζωοτροφών για μείωση των εισαγωγών έως και την παραγωγή προϊόντων κρέατος για υποκατάσταση μέρους των εισαγωγών ή/και για αύξηση των εξαγωγών.
Με αυτόν τον τρόπο εκτιμάται ότι το πλεόνασμα του εμπορικού ισοζυγίου αγροδιατροφικών προϊόντων όχι μόνο θα μπορέσει να διατηρηθεί στα επόμενα χρόνια, αλλά και θα διευρυνθεί περαιτέρω.
Για τη φετινή χρονιά σημειώνεται ότι είναι επίσης έτος κρίσης. Ο πόλεμος στην Ουκρανία επιβαρύνει σημαντικά τις ήδη επιβαρυμένες από τον κορωνοϊό εφοδιαστικές αλυσίδες. Ο πληθωρισμός αποτελεί άλλον έναν παράγοντα ανησυχίας.
Στην εν λόγω ανάλυση, όπως διευκρινίζεται, δεν έγινε αναφορά στις τιμές των προϊόντων και στις μεταβολές τους, όχι μόνο για λόγους συντομίας, αλλά και επειδή οι μεταβολές των τιμών μπορεί να θεωρηθεί -χωρίς μεγάλη δόση υπερβολής- ότι επηρεάζουν με παρόμοιο τρόπο και τις εισαγωγές και τις εξαγωγές, άρα, σε κάποιο βαθμό (όχι βέβαια πλήρως) αλληλοεξουδετερώνονται. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να αμελείται και η επίδραση της κλιματικής κρίσης στην αγροτική παραγωγή.
«Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω, η ελληνική αγροτική παραγωγή και η μεταποίηση αγροδιατροφικών προϊόντων έχουν δείξει μέχρι τώρα πολύ θετικά σημάδια δυναμικής και ευρωστίας. Η αύξηση της παραγωγής του κτηνοτροφικού κλάδου αφενός και η βελτίωση της μεταποίησης για την επίτευξη υψηλότερης προστιθέμενης αξίας στα εξαγώγιμα προϊόντα αφετέρου είναι οι δύο πυλώνες πάνω στους οποίους ο ελληνικός αγροδιατροφικός τομέας μπορεί να στηρίξει τη διατήρηση και διεύρυνση του εμπορικού πλεονάσματος που πέτυχε τα δύο τελευταία χρόνια», καταλήγει η ανάλυση.