H μετάβαση από την εποχή των χαμηλών επιτοκίων σε μία νέα περίοδο υψηλότερου κόστους χρήματος γίνεται ταχύτερα και πιο έντονα απ’ ό,τι προβλεπόταν μέχρι πριν από λίγους μήνες, με αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομία που θα γίνει ιδιαίτερα αισθητός το 2023.
Ο υψηλός και επίμονος πληθωρισμός αναγκάζει τις κεντρικές τράπεζες να προχωρούν σε πιο επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων με στόχο να μειώσουν τη ζήτηση στην οικονομία και να ανακόψουν έτσι τις αυξήσεις των τιμών, με παράπλευρη συνέπεια την επιβράδυνση των οικονομιών ή ακόμη και την ύφεση. Και αυτό γιατί η αύξηση των επιτοκίων επηρεάζει αρνητικά τόσο την κατανάλωση, μέσω της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των δανειοληπτών, όσο και τις επενδύσεις μέσω της αύξησης του κόστους των στεγαστικών και επιχειρηματικών δανείων. Η αύξηση των επιτοκίων προστίθεται έτσι στις περιοριστικές δυνάμεις που ασκούνται ήδη στην ανάπτυξη λόγω του πληθωρισμού και της ενεργειακής κρίσης.
Η επικεφαλής οικονομολόγος της Bank of America περιέγραψε την ομοβροντία αύξησης των επιτοκίων αυτή την εβδομάδα από πολλές κεντρικές τράπεζες, ως “έναν ανταγωνισμό για να φανεί ποιος μπορεί να τα αυξήσει ταχύτερα”.
Ακόμη και στην Ελβετία, όπου ο πληθωρισμός είναι κοντά στο 3%, δηλαδή πολύ χαμηλότερος από ό,τι σε άλλες χώρες, η κεντρική τράπεζα προχώρησε σε αύξηση του βασικού επιτοκίου της κατά τρία τέταρτα της ποσοστιαίας μονάδας στο 0,5% την Πέμπτη, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο και για άλλες αυξήσεις στο μέλλον. Η αύξηση των επιτοκίων, σε συνδυασμό με τη μεγάλη ανατίμηση του ελβετικού νομίσματος σε σχέση με το ευρώ, οδηγεί σε σημαντική αύξηση των δόσεων για όσους έχουν δάνεια σε φράγκο.
Με τον πληθωρισμό να τρέχει στις ΗΠΑ τον Αύγουστο με ετήσιο ρυθμό 8,3%, στην Ευρωζώνη με 9,1% και σε μία σειρά άλλες μεγάλες οικονομίες με αντίστοιχα υψηλά ποσοστά, το μήνυμα που εκπέμπεται ομοιόμορφα πλέον από τις περισσότερες κεντρικές τράπεζες είναι ότι θα κάνουν ό,τι χρειάζεται για τη μείωση του πληθωρισμού. Η φράση “ό,τι χρειάζεται” ουσιαστικά σημαίνει ότι τα επιτόκια θα αυξάνονται έως ότου φανεί μία σταθερή και σημαντική αποκλιμάκωση του πληθωρισμού.
Η επιμονή του πληθωρισμού έχει οδηγήσει τους τελευταίους μήνες σε αναθεώρηση των προβλέψεων κεντρικών τραπεζών σχετικά με το τελικό ύψος των επιτοκίων τους. Η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Fed), η οποία δίνει τον τόνο στις αυξήσεις των επιτοκίων λόγω του μεγέθους της αμερικανικής οικονομίας και της τιμολόγησης πολλών πρώτων υλών στο δολάριο, προχώρησε την Τετάρτη στην τρίτη κατά σειρά αύξηση των επιτοκίων κατά τρία τέταρτα της ποσοστιαίας μονάδας (75 μονάδες βάσης) και πέμπτη συνολικά από τον Μάρτιο.
Το βασικό επιτόκιο της Fed διαμορφώθηκε στο 3% έως 3,25% και αναμένεται να αυξηθεί επιπλέον κατά 1,25 ποσοστιαίες μονάδες έως το τέλος του 2022, σύμφωνα με τη μέση πρόβλεψη των μελών της αρμόδιας επιτροπής της. Για το 2023 προβλέπεται μία επιπλέον μικρή αύξηση του επιτοκίου που θα πλησιάσει το 5% και θα μείνει στο επίπεδο αυτό για όλο το έτος για να μειωθεί το 2024 κάτω από το 4%.
Αυτό που έχει σημασία είναι ότι τα στελέχη της Fed προέβλεπαν τον Ιούνιο ότι το βασικό επιτόκιο θα ήταν μία ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερο στο τέλος του 2022 και του 2023 σε σχέση με τις σημερινές προβλέψεις τους, επειδή περίμεναν μία αισθητή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού που δεν υπήρξε.
Ο πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ, έχει ξεκαθαρίσει ότι η μείωση του πληθωρισμού δεν μπορεί να γίνει με άλλο τρόπο εκτός από το να αναπτυχθεί η οικονομία με ρυθμό χαμηλότερο από τη μακροχρόνια τάση της και αυτό φαίνεται να προκύπτει και από τις προβλέψεις της κεντρικής τράπεζας, σύμφωνα με τις οποίες το αμερικανικό ΑΕΠ θα αυξηθεί μόλις 0,2% εφέτος και 1,2% το 2023. Η δήλωση του Πάουελ υπονοεί επίσης ότι η Fed δεν θα μειώσει τα επιτόκια ακόμη και αν η αμερικανική οικονομία εισέλθει σε ύφεση.
Για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία άρχισε αργότερα τη σύσφιξη της πολιτικής της από τη Fed, φαίνεται ότι υπάρχει ακόμη αρκετός δρόμος έως ότου φθάσει στον “τελικό σταθμό” των επιτοκίων. Μετά την αύξηση των 75 μονάδων βάσης που έκανε στις 8 Σεπτεμβρίου, το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων διαμορφώθηκε στο 0,75%, με τις αγορές να θεωρούν – με βάση πάντα τα σημερινά δεδομένα για τον πληθωρισμό – ότι θα φθάσει στο 3% τον Μάιο του 2023.
Ο αντίκτυπος στην ανάπτυξη θα φανεί περισσότερο το επόμενο έτος, με πολλές διεθνείς τράπεζες και οικονομολόγους να προεξοφλούν ότι η Ευρωζώνη θα μπει σε ύφεση καθώς θα επηρεασθεί πολύ έντονα από την ενεργειακή κρίση και κυρίως την έλλειψη του φυσικού αερίου. Ωστόσο, σύμφωνα με αναλυτές, η ύφεση δεν θα αφορά όλες τις οικονομίες της περιοχής, αλλά κυρίως τις μεγάλες οικονομίες, όπως τη γερμανική, οι βιομηχανίες των οποίων είναι ιδιαίτερα εξαρτημένες από το φυσικό αέριο. Οπωσδήποτε, η ύφεση των μεγάλων οικονομιών θα επιβραδύνει τον ρυθμό ανάκαμψης και των άλλων οικονομιών που έχουν δικούς τους μοχλούς ανάπτυξης.
Για την Ελλάδα, o οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s προέβλεψε την περασμένη εβδομάδα ρυθμό ανάπτυξης 5,3% για εφέτος και 1,8% για το 2023, θεωρώντας ότι ο υψηλός πληθωρισμός θα εξασθενίσει την κατανάλωση και η αύξηση των επιτοκίων θα επηρεάσει αρνητικά τις επενδύσεις.
Ο Moody’s σημειώνει, πάντως, ότι οι προοπτικές για την αύξηση των επενδύσεων στην Ελλάδα είναι καλές, τόσο λόγω των μεγάλων πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης όσο και των ξένων άμεσων επενδύσεων.