Οι πληθυσμοί των άγριων ζωων – θηλαστικά, πτηνά, αμφίβια, ερπετά και ψάρια – αντιμετωπίζουν μια καταστροφική μείωση 69% κατά μέσο όρο από το 1970, σύμφωνα με Δείκτη Living Planet, εργαλείο αναφοράς που ενημερώνεται κάθε δυο χρόνια από τη WWF.
Η έκθεση υπογραμμίζει τη σκληρή προοπτική της παρούσας περιβαλλοντικής κατάστασης και χτυπάει το καμπανάκιστις κυβερνήσεις, τις επιχειρήσεις και το κοινό να αναλάβουν μετασχηματιστικά μέτρα για να αναστρέψουν την καταστροφή της βιοποικιλότητας. Δερματοχελώνες, λύγκες, δελφίνια, κοράλια και βάτραχοι είναι ανάμεσα στα «σύμβολα της βιοποικιλότητας» που απειλούνται περισσότερο.
«Αντιμετωπίζουμε τις διπλές καταστάσεις έκτακτης ανάγκης της κλιματικής αλλαγής που προκαλείται από τον άνθρωπο και της απώλειας βιοποικιλότητας, που απειλούν την ευημερία των σημερινών και των μελλοντικών γενεών. Το WWF ανησυχεί εξαιρετικά από αυτά τα νέα δεδομένα που δείχνουν μια καταστροφική πτώση στους πληθυσμούς της άγριας ζωής, ιδιαίτερα σε τροπικές περιοχές που φιλοξενούν μερικά από τα πιο τοπία μεγαλύτερης βιοποικιλότητας παγκοσμίως», δήλωσε ο Marco Lambertini, Γενικός Διευθυντής του WWF International.
Η Ευρώπη είναι μία από τις περιοχές με τις χαμηλότερες βαθμολογίες για την «άθικτη βιοποικιλότητα» και είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι μεγάλο μέρος της βιοποικιλότητας είχε ήδη εξαντληθεί από το έτος αναφοράς του 1970 του Living Planet Index. Κατά συνέπεια, η μείωση των πληθυσμών της άγριας ζωής κατά 18% στην περιοχή της «Ευρώπης και της Κεντρικής Ασίας» μπορεί να μην φαίνεται τόσο δραστική όσο οι πιο απότομα φθίνουσες τάσεις σε άλλες περιοχές, οι οποίες έχουν επηρεαστεί από τον άνθρωπο πιο πρόσφατα. Εντούτοις, είναι ανησυχητικό να βλέπουμε ότι η πτωτική τάση στην Ευρώπη συνεχίζεται παρά τις ορισμένες επιτυχίες όσον αφορά την περιβαλλοντική διατήρηση.
Η έκθεση που δημοσιοποιείται σήμερα αποτελεί «κόκκινο συναγερμό για τον πλανήτη και άρα για την ανθρωπότητα», τόνισε ο κ. Λαμπερτίνι κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που παραχωρήθηκε ψηφιακά, «τη στιγμή που αρχίζουμε να κατανοούμε στ’ αλήθεια ότι τα βιώσιμα οικοσυστήματα, η πλούσια βιοποικιλότητα και η σταθερότητα του κλίματος είναι στοιχεία απαραίτητα για να έχουμε μέλλον με ευημερία, ισότητα και μεγαλύτερη ασφάλεια, ιδιαίτερα για τα παιδιά μας και τα δικά τους παιδιά με τη σειρά τους».
Καθώς πλησιάζει η διεθνής σύνοδος COP15 για τη Βιοποικιλότητα (τον Δεκέμβριο στο Μόντρεαλ), «η WWF καλεί τις κυβερνήσεις να αδράξουν αυτή την ύστατη ευκαιρία να υιοθετήσουν φιλόδοξο παγκόσμιο στόχο για να σωθούν τα άγρια είδη», ανάλογη με τη συμφωνία του Παρισιού το 2015 για την κλιματική αλλαγή.
Για να «αντιστραφεί η καμπύλη της απώλειας της βιοποικιλότητας» και για να «αμβλυνθεί» η κλιματική αλλαγή, η έκθεση καλεί να εντατικοποιηθούν οι προσπάθειες προστασίας και αποκατάστασης, η παραγωγή και η κατανάλωση πιο βιώσιμων τροφίμων και η μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα σε όλους τους τομείς της οικονομίας.
Οι αριθμοί είναι «αληθινά τρομακτικοί» στη Λατινική Αμερική, δήλωσε ο Μαρκ Ράιτ, επιστημονικός διευθυντής της WWF, καθώς κατά μέσο όρο καταγράφεται εξαφάνιση του 94% των άγριων ειδών σε αυτή την περιοχή, «πασίγνωστη για τη βιοποικιλότητά της» και «αποφασιστικής σημασίας για τη ρύθμιση του κλίματος».
Στην Αφρική, το κείμενο υπολογίζει πως η απώλεια έφθασε το 66%. «Φρικιαστικό παράδειγμα είναι αυτό του εθνικού πάρκου Καχούζι Μπιέγκα., στη ΛΔ Κονγκό, όπου οι γορίλες των ανατολικών πεδιάδων υπέστησαν μείωση πληθυσμού κατά το 80%», κυρίως εξαιτίας του κυνηγιού, σημείωσε η Άλις Ρουχουέζα, διευθύντρια του τμήματος της WWF για την Αφρική.
Σημειώνεται ότι ο Living Planet Index (LPI, «Δείκτης του Ζώντος Πλανήτη»), καταπιάνεται με 5.230 είδη και ασπόνδυλα, μοιρασμένα σε 32.000 πληθυσμούς ζώων σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο το 2020, μελέτη που δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Nature είχε θέσει υπό αμφισβήτηση την αξία αυτού του δείκτη, επισημαίνοντας έπειτα από τη μελέτη 14.000 πληθυσμών σπονδυλωτών μόλις το 1% παρουσίασε ακραία μείωση και ότι εάν αφαιρείτο από την εξίσωση οι υπόλοιποι πληθυσμοί δεν παρουσίαζαν ούτε ανοδική ούτε καθοδική τάση.