Στον απόηχο του σχεδόν τετράωρου γεύματος εργασίας του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν με τον Γερμανό καγκελάριο Όλαφ Σολτς χθες στο Παρίσι, ο σημερινός γαλλικός Tύπος αναδεικνύει τα προβλήματα που υπάρχουν στις σχέσεις Γαλλίας-Γερμανίας και τις επιπτώσεις τους στο επίπεδο της ΕΕ.
Η εφημερίδα Les Échos τονίζει πως πέρα από τα συνήθη χαμόγελα, η απουσία κοινής δήλωσης, είναι σημάδι της δυσφορίας και μαρτυρεί τον εκνευρισμό που έχει συσσωρεύσει η Γαλλία, δέκα μήνες μετά την ενθρόνιση του νέου καγκελαρίου. Στο δημοσίευμα επισημαίνεται η άποψη της συντηρητικής γερμανικής εφημερίδας «FAZ» την Τετάρτη, ότι «η αδιαφορία του γερμανικού κυβερνητικού συνασπισμού προς τη Γαλλία είναι ανησυχητική» και ότι «συμπεριφέρεται σαν ελέφαντας στο ευρωπαϊκό κατάστημα πορσελάνης».
Κατά την γαλλική εφημερίδα η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει υποβαθμίσει το γαλλογερμανικό δίδυμο, στο οποίο είναι τόσο προσκολλημένο το Παρίσι. Επισημαίνονται οι διαφοροποιήσεις της Γερμανίας ως προς το σχέδιο της ευρωπαϊκής άμυνας, αλλά και η απόφαση του Σολτζ να επιτρέψει, έστω και περιορισμένη, συμμετοχή της Κίνας σε ένα τερματικό σταθμού στο λιμάνι του Αμβούργου που δείχνει, όπως σημειώνεται, «την έλλειψη στρατηγικού οράματος της καγκελαρίου».
Στο Παρίσι, υπάρχει φόβος ότι, λόγω έλλειψης συμφωνίας για την έννοια της ευρωπαϊκής κυριαρχίας αυτές οι αποφάσεις θα βαραίνουν το γαλλογερμανικό ζεύγος και την ΕΕ, αλλά και ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει στρέψει την προσοχή της Γερμανίας στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, από τις οποίες επιθυμεί να εξαγοράσει την ως τώρα ρωσική της τύφλωση, σημειώνει η γαλλική εφημερίδα.
Η Echos αναφέρει επίσης ότι «η ωμή προσέγγιση του καγκελαρίου ήδη αποδυναμώνει τον Γάλλο πρόεδρο, ο οποίος χωρίς απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή, αντιμετωπίζει μια αντιπολίτευση ολοένα και πιο επικριτική έναντι της Γερμανίας».
Κατά πόσον το Γάλλο-γερμανικό δίδυμο εξακολουθεί να υπάρχει σε ένα εκρηκτικό γεωπολιτικό πλαίσιο διερωτάται εξάλλου από την πλευρά της η εφημεριδα Le Figaro κατά την οποία, τα αυξανόμενα σημάδια τριβής δείχνουν πολύ βαθιές διαιρέσεις.
Ωστόσο, ο Γκασπάρ Σνιτζλέρ, ερευνητής στο ινστιτούτο IRIS, εκτιμά πως παρά τις όποιες διαφωνίες, «οι δύο άνδρες τα πάνε αρκετά καλά, αν και ο Σολτς είναι πιο πραγματιστής και λιγότερο επικοινωνιακός και συναισθηματικός από τον Mακρόν». Kατά τον Σνιτζλέρ, «μπορεί να υπάρχουν τριβές, αλλά δεν πρέπει να μαυρίσουμε την εικόνα», καθώς, «πολλά πράγματα λειτουργούν ούτως ή άλλως, όπως η οικονομική συνεργασία, οι μεταφορές ή η εκπαίδευση».
«Είμαστε σε μια πολύ Γάλλο-γαλλική συζήτηση. Το να μιλάμε για «ζεύγος» είναι πολύ γαλλικό. Οι Γερμανοί μιλούν περισσότερο για «φιλία» ή για «συμφωνία», αναλύει στην ίδια εφημερίδα ο καθηγητής Πατρίκ Μαρτέν Ζενιέ ο οποίος εκτιμά πως το γαλλογερμανικό ζευγάρι άρχισε να παραπαίει με την ανάληψη της εξουσίας από την Μέρκελ το 2005, καθώς «από εκείνη τη στιγμή η Γερμανία ήθελε να υπερασπιστεί τα δικά της συμφέροντα, ευνοώντας την σχέση με τη Ρωσία εις βάρος αυτής με τη Γαλλία».
Επισημαίνονται επίσης οι πολύ διαφορετικές οικονομικές, πολιτικές και συνδικαλιστικές κουλτούρες των δυο χωρών, αλλά και ο διαφορετικός τρόπος διακυβέρνησης, ως προς το οποίο ο Ζενιέ σημειώνει: «Ο Σολτζ δεν αποφασίζει τίποτα μόνος του, είναι επικεφαλής ενός μεγάλου συνασπισμού και εκτελεί μόνο ένα συμβόλαιο. Κάθε απόφαση πρέπει να συζητηθεί με τους συμμάχους του. Τους απομακρύνει από τους Γάλλους, αλλά τους φέρνει πιο κοντά, λόγω της λειτουργίας τους, στην Ευρωπαϊκή Ένωση».
Τέλος κατά την εφημερίδα Le Monde «ένα από τα σκληρά παράδοξα» της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία είναι ότι η επιστροφή του πολέμου στην ήπειρο περιπλέκει την αναζήτηση της «ευρωπαϊκής κυριαρχίας». Το γεωπολιτικό πλαίσιο δικαιολογεί την ατζέντα του Mάκρον, αλλά η αναζήτηση της ευρωπαϊκής κυριαρχίας δεν πρόκειται απαραίτητα να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις γαλλικές απόψεις, υποστηρίζει στην εφημερίδα ο Τιερί Σοπέν, ειδικός σύμβουλος του Ινστιτούτου Ντελόρ στο Παρίσι. Κατά τον ίδιο, η «αλλαγή εποχής» που υποστήριξε ο Σολτζ στην αρχή της σύγκρουσης στην Ουκρανία, με τη δημιουργία ενός ειδικού ταμείου 100 δις ευρώ για τον εκσυγχρονισμό του γερμανικού στρατού, δείχνει ότι το Βερολίνο διαθέτει μέσα που δεν διαθέτει η Γαλλία. Εξ ου και ο φόβος, στο Παρίσι, για μια νέα καθυστέρηση, ιδίως στο στρατιωτικό και οικονομικό μέτωπο. Η ανησυχία αυτή είναι ακόμη πιο έντονη καθώς η Γερμανία βλέπει τη θέση της ως κομβικής χώρας που βρίσκεται στο κέντρο της Ευρώπης να ενισχύεται, ιδίως σε περίπτωση περαιτέρω διεύρυνσης προς τα Βαλκάνια ή ακόμη και προς την Ουκρανία, ενώ η Γαλλία φοβάται ότι θα περιθωριοποιηθεί στη δυτική πλευρά της ηπείρου. “Αυτό το ξέσπασμα έντασης μπορεί επίσης να είναι μια παραδοχή αδυναμίας εκ μέρους του Παρισιού”, προσθέτει ο Σοπέν.
Μια άλλη δυσκολία, είναι κατά την εφημερίδα πως όσο περισσότερο διαρκεί ο πόλεμος, τόσο περισσότερο αλλάζει η ισορροπία δυνάμεων στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εξουσία του γαλλογερμανικού ζεύγους αμφισβητείται όσο ποτέ άλλοτε από τα κράτη της Κεντρικής Ευρώπης, της Βαλτικής και της Σκανδιναβίας. Γι’ αυτούς, το Παρίσι και το Βερολίνο έχουν κάνει πολλά λάθη στις σχέσεις τους με τη Μόσχα και είναι πολύ άτολμοι στην υποστήριξή τους προς το Κίεβο. Οι χώρες που προήλθαν από το σοβιετικό μπλοκ αποκτούν επιρροή και δεν διστάζουν πλέον να κάνουν τη φωνή τους να ακουστεί, αν και δεν αποτελούν κινητήριες δυνάμεις, προσθέτει η Monde.